Μια νέα εξέταση αίματος που μετρά τα επίπεδα ανοσίας στον Covid θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για τον υπολογισμό των επιπέδων προστασίας σε επίπεδο πληθυσμού και για τον σχεδιασμό καλύτερων εμβολίων, υποστηρίζουν οι δημιουργοί του τεστ στις ΗΠΑ.
Σήμερα, τα επίπεδα ανοσίας μπορούν να μετρηθούν κατά προσέγγιση με βάση τα επίπεδα των αντισωμάτων που κυκλοφορούν στο αίμα και αναγνωρίζουν τον SARS-CoV-2.
Η νέα εξέταση μετρά αντίθετα τα επίπεδα των Τ-κυττάρων, τα οποία επίσης εμπλέκονται στην ανοσία αλλά είναι τεχνικά δύσκολο και ακριβό να μετρηθούν. Σε αντίθεση με τα αντισώματα, των οποίων τα επίπεδα πέφτουν με την πάροδο του χρόνου, τα Τ-κύτταρα που έχουν εκπαιδευτεί να αναγνωρίζουν τον ιό ζουν χρόνια ή και δεκαετίες και ίσως δίνουν καλύτερη εικόνα για τα επίπεδα προστασίας.
Η νέα εξέταση που αναπτύχθηκε στην Ιατρική Σχολή «Όρος Σινά» και την Ιατρική Σχολή Duke-NUS πραγματοποιείται σε νοσοκομειακό εργαστήριο και δίνει αποτέλεσμα σε περίπου 24 ώρες, αναφέρουν οι δημιουργοί της σε μελέτη που δημοσιεύεται στο Nature Biotechnology.
«Έχει την ικανότητα να μετρά την κυτταρική ανοσία του πληθυσμού και να εξετάζει ευρέως την αποτελεσματικότητα νέων εμβολίων» δήλωσε ο Ερνέστο Γκουτσιόνε, καθηγητής του «Όρους Σινά» και μέλος της ερευνητικής ομάδας, σε ανακοίνωση του ιδρύματος.
Πρόσθεσε ακόμα ότι η κυτταρική ανοσία δείχνει να αναγνωρίζει την παραλλαγή Όμικρον και άλλα στελέχη που διαφεύγουν των αντισωμάτων, κάτι που σημαίνει ότι υπάρχει ανάγκη για εξετάσεις των Τ-κυττάρων, τα οποία ίσως είναι πιο αποτελεσματικά έναντι νέων στελεχών.
Το τεστ, με κόστος περίπου 50 δολαρίων ανά ασθενή, βασίζεται σε μια παραλλαγή του PCR (αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης) και εξετάζει αν τα Τ-κύτταρα σε ένα δείγμα αίματος ενεργοποιούνται όταν έρθουν σε επαφή με πρωτεΐνες του ιού που προστίθενται ως αντιδραστήρια.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι πρωτεΐνες που χρησιμοποιεί η εξέταση θα μπορούσαν να αντικατασταθούν με πρωτεΐνες άλλων ιών ώστε να μετρώνται τα επίπεδα κυτταρικής ανοσίας και για άλλες ασθένειες.
Το τεστ έχει εξασφαλίσει πιστοποίηση για χρήση ως διαγνωστική εξέταση in vitro στην Ευρώπη και οι ερευνητές περιμένουν τώρα να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων και της αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA).