Πιθανώς θα θυμάστε ότι στην αρχή της πανδημίας του SARS-CoV-2 όλοι μας απολυμαίναμε νυχθημερόν τις επιφάνειες, ακόμη και τα ψώνια του σούπερ-μάρκετ καθώς οι πρώιμες μελέτες έδειχναν τότε ότι ο ιός μπορεί να επιβιώσει επάνω σε ορισμένες επιφάνειες ακόμη και επί εβδομάδες.
Ωστόσο από περαιτέρω μελέτες που έκαναν την εμφάνισή τους αργότερα μέσα στο 2020 προέκυψε ότι οι μολυσμένες με τον κορωνοϊό επιφάνειες δεν αποτελούν σημαντική αιτία μετάδοσης του ιού αλλά ότι ο κύριος «ένοχος» της διασποράς του ιού είναι τα αερομεταδιδόμενα σταγονίδια που εκλύονται με το βήχα ή το φτέρνισμα και τα οποία περιέχουν τον ιό.
Η «μαγική» βλέννα μας
Τώρα μια νέα μελέτη της επίκουρης καθηγήτριας Βιοϊατρικής Μηχανικής του Πανεπιστημίου της Γιούτα δρος Τζέσικα Κράμερ και των συνεργατών της η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «ACS Central Science» δίνει την εξήγηση στο γιατί ο κορωνοϊός δεν μεταδίδεται μέσω της επαφής με μολυσμένες επιφάνειες. Ως φαίνεται, πρέπει να… ευχαριστούμε τη βλέννα μας, την κολλώδη αυτή ουσία που εκκρίνεται από τη μύτη μας όταν είμαστε άρρωστοι.
Οι βλεννίνες και ο «φραγμός»
Η ανθρώπινη βλέννα και το σάλιο, όταν στεγνώνουν επάνω σε μια επιφάνεια, μπορούν να αποτρέψουν την εξάπλωση των κορωνοϊών, ανακάλυψε η δρ Κράμερ. «Κλειδί» φαίνεται να αποτελούν οι βλεννίνες, γλυκοπρωτεΐνες της βλέννας οι οποίες παράγονται σε διαφορετικές μορφές ανάλογα με τα μοναδικά γενετικά χαρακτηριστικά του κάθε ατόμου καθώς και ανάλογα με τη διατροφή του και το περιβάλλον όπου ζει. Ορισμένες βλεννίνες δημιουργούνέναν «φραγμό» γύρω από τον ζώντα ιό ο οποίος αποτρέπει την εξάπλωσή του.
Χωρίς βλεννίνες, αποτελεσματική η μόλυνση μέσω αγγίγματος επιφανειών
Σε πειράματα στο εργαστήριο η δρ Κράμερ και η ομάδα της μελέτησαν δύο τρόπους μετάδοσης του SARS-CoV-2: την άμεση επαφή με τον ιό, όπως αυτή λαμβάνει χώρα μέσω του αγγίγματος, των φιλιών ή ενός πολύ κοντινού φτερνίσματος καθώς και την επαφή με τον ιό όταν ένα άτομο αγγίζει μια μολυσμένη επιφάνεια. Οπως προέκυψε, όταν δεν υπήρχαν βλεννίνες οι οποίες λειτουργούσαν ως φραγμός, ο ιός μπορούσε να μεταδοθεί εξίσου αποτελεσματικά τόσο από τις επιφάνειες όσο και από την άμεση επαφή. Οταν όμως υπήρχαν βλεννίνες στη βλέννα και το σάλιο, ο ρυθμός εξάπλωσης του ιού μειωνόταν σημαντικά μόλις η βλέννα που περιείχε τον ιό στέγνωνε επάνω σε μια επιφάνεια. Και αυτό μπορούσε να συμβεί μέσα σε ελάχιστα λεπτά, ανέφερε η καθηγήτρια.
Γλυκό «δόλωμα»
Πού οφείλει όμως η βλέννα αυτόν τον κορωνο-προστατευτικό ρόλο της; Στο ότι οι βλεννίνες είναι πρωτεΐνες οι οποίες έχουν σάκχαρα προσδεδεμένα επάνω τους. Ετσι ο ιός προσδένεται σε αυτά τα σάκχαρα αντί στην επιφάνεια των ανθρωπίνων κυττάρων προκειμένου να πολλαπλασιαστεί. Κοινώς οι βλεννίνες λειτουργούν ως «δόλωμα» που ξεγελά τον ιό ώστε να προσδεθεί πάνω τους και έτσι τον παγιδεύουν προτού φθάσει στα ανθρώπινα κύτταρα.
Μολυσματικός επάνω σε πολλές επιφάνειες
Η ερευνητική ομάδα επιβεβαίωσε ότι χωρίς βλεννίνες ο κορωνοϊός ήταν σε θέση να μολύνει τα ανθρώπινα κύτταρα όταν βρισκόταν επάνω σε πολλές και διαφορετικές κοινές επιφάνειες που όλοι αγγίζουμε καθημερινά, όπως πλαστικό, γυαλί, ατσάλι και χειρουργικές μάσκες. Μάλιστα δείγματα ιού παρέμεναν μολυσματικά ακόμη και όταν είχαν παραμείνει επάνω σε πλαστικές επιφάνειες επί αρκετές ημέρες. Οταν όμως ο ιός υπήρχε μέσα σε προσομοιωμένα σταγονίδια φτερνίσματος με βλεννίνες, τότε η ικανότητά του να μολύνει σχεδόν εξουδετερωνόταν. Και αυτό συνέβαινε είτε ο ιός είχε στεγνώσει μέσα στη βλέννα επί πέντε λεπτά είτε επί τρεις ημέρες.
Ανοίγει ο δρόμος για την ανάπτυξη νέων προληπτικών φαρμάκων
Πρέπει να σημειωθεί ότι οι προηγούμενες εργαστηριακές μελέτες που είχαν δείξει ότι ο κορωνοϊός μπορεί να παραμείνει μολυσματικός επάνω στις επιφάνειες επί ημέρες ή και εβδομάδες εξέταζαν τον ιό σε νερό ή σε κάποιο διάλυμα και όχι στη βλέννα.«Η μελέτη αυτή εξηγεί πώς δρουν οι βλεννίνες, γεγονός που πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό. Αν κατανοήσουμε πώς μπλοκάρουν τον ιό από το να μολύνει τα κύτταρα, θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε φάρμακα που μιμούνται αυτή τη δράση και τα οποία θα δρουν προληπτικά αποτρέποντας τον ιό από το να εισέλθει στα κύτταρα» ανέφερε η δρ Κράμερ και προσέθεσε ότι τέτοιου είδους φάρμακα θα μπορούν να λαμβάνονται κυρίως από τους υγειονομικούς καθώς και από άλλα άτομα που βρίσκονται σε περιβάλλοντα υψηλού κινδύνου για μόλυνση.