Πώς επηρέασε και πώς συνεχίζει να επηρεάζει ο κορωνοϊός και τα όσα έφερε μαζί του, την ψυχολογία μας, το πώς δρούμε και αντιδρούμε, αλλά και το πώς ζούμε τελικά τη ζωή μας; Στο «Vita» ρωτήσαμε σχετικά τον επίκουρο καθηγητή Ψυχιατρικής στο ΑΠΘ, δρα Αγοραστό Αγοραστό. Ο κ. Αγοραστός, εκτός από ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, είναι και μέλος της διεθνούς συντονιστικής επιτροπής της μεγαλύτερης προοδευτικής διαδικτυακής μελέτης για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην υγεία μας («Παγκόσμια μελέτη υγείας και λειτουργικότητας σε περιόδους μεταδοτικών λοιμώξεων COH-FIT»).
Η μελέτη αυτή ξεκίνησε από την πρώτη καραντίνα, το 2020, με τη συνεργασία άνω των 40 πανεπιστημίων και ερευνητικών φορέων παγκοσμίως και θα συνεχιστεί μέχρι το πέρας της πανδημίας, δίνοντας ένα εξαιρετικά ευρύ φάσμα στοιχείων για την ψυχική και σωματική υγεία, τους τρόπους διαχείρισης της πανδημίας και των περιορισμών, τον εμβολιασμό, την πρόσβαση σε δομές Υγείας και συνολικά τις αρνητικές αλλά και θετικές διαφοροποιήσεις στην καθημερινότητα των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο.
Ενα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά της έρευνας αυτής, αλλά και παρόμοιων ερευνών, είναι ότι για πρώτη φορά στην Ιστορία είναι εφικτές τέτοιου είδους επιστημονικές προσεγγίσεις τη στιγμή που συμβαίνει κάτι. Καθώς η πανδημία είναι ακόμη σε εξέλιξη, δεν υπάρχουν τελικά αποτελέσματα, αλλά οι ειδικοί έχουν στη διάθεσή τους ενδείξεις και υποαναλύσεις από περισσότερες από 165.000 απαντήσεις από ολόκληρο τον κόσμο.
Μάλιστα η χώρα μας έχει επιδείξει το μεγαλύτερο ποσοστό συμμετοχής παγκοσμίως αναλογικά με τον πληθυσμό της, με πάνω από 10.000 απαντήσεις και αντιπροσωπευτικό δείγμα πολιτών που περιλαμβάνει παιδιά, εφήβους και φυσικά ενηλίκους.
Ποια είναι τα συναισθήματα που επικρατούν στη διάρκεια της πανδημίας;
«Σε γενικά πλαίσια, παρατηρούμε σε όλες τις χώρες συναισθήματα συμβατά με αυτά που περιμένουμε σε κάθε άνθρωπο που εκτίθεται σε νέες καταστάσεις ζωής, οι οποίες τον ορίζουν χωρίς να μπορεί ο ίδιος να τις επηρεάσει. Επικρατούν έτσι κυρίως αρνητικά συναισθήματα, όπως ο φόβος, ο θυμός, η μελαγχολία και το στρες, ενώ κατ’ επέκταση εμφανίζονται και πιο ειδικά συναισθήματα, όπως η ανία, η αϋπνία, το αίσθημα της αβοηθησίας και της μοναξιάς και η δυσκολία λήψης αποφάσεων.
Από τα μέχρι τώρα στοιχεία γνωρίζουμε ότι τα ποσοστά εκδήλωσης των αρνητικών αυτών συναισθημάτων έχουν αυξηθεί στατιστικά σημαντικά (30%-60%) – όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο – σε σχέση με την εκτίμηση των ανθρώπων για τη ζωή τους πριν από την πανδημία.
Επίσης, εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο είναι η σοβαρή έκπτωση στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Ενώ πριν από την πανδημία μόνο 20%-25% των ενηλίκων έκριναν την ποιότητα ζωής τους ως κακή ή κάτω του μετρίου, το ποσοστό αυτό πλέον ανέρχεται περίπου στο 50%, ενώ δυστυχώς παρόμοια αρνητική εξέλιξη δείχνει και η ποιότητα ζωής στα παιδιά και στους εφήβους».
Ποιοι επηρεάστηκαν περισσότερο από τις καραντίνες;
«Κατ’ αρχήν θα πρέπει να έχουμε πάντα στο μυαλό μας ότι ο καθένας μας έχει επηρεαστεί διαφορετικά από την καραντίνα και, πιο συγκεκριμένα, διαφορετικά σε κάθε καραντίνα ξεχωριστά. Συγκεκριμένοι παράγοντες, όπως η ηλικία, η οικογενειακή και επαγγελματική κατάσταση, η κατάσταση της υγείας μας, ο τόπος διαμονής και το κοινωνικό μας δίκτυο φαίνεται να επηρεάζουν ιδιαίτερα τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Για παράδειγμα, έφηβοι/νεαροί ενήλικοι όπως και άνθρωποι τρίτης ηλικίας είναι οι δύο ηλικιακές ομάδες που επηρεάστηκαν πιο αρνητικά από την πανδημία, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι, επίσης, πως οι γυναίκες φαίνεται να αποτελούν συνολικά μια ομάδα υψηλότερου γενικού ρίσκου στην πανδημία σε σχέση με τους άνδρες.
Τέλος, άνθρωποι που μένουν μόνοι, άνεργοι, όπως όμως και εργαζόμενοι από το σπίτι, ιατρονοσηλευτικό προσωπικό, ασθενείς με χρόνια υποκείμενα νοσήματα και άνθρωποι που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα από τον κορωνοϊό είναι σίγουρα πληθυσμιακές ομάδες με επίσης ιδιαίτερη επιβάρυνση.
Σημαντικό είναι να τονίσουμε πως παρατηρείται και ένα σοβαρότατο πρόβλημα αναφορικά με την πρόσβαση μεγάλου μέρους των συνανθρώπων μας με υποκείμενα νοσήματα στο σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Αυτό μάλιστα φαίνεται να είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
Τα συστήματα Υγείας στις περισσότερες χώρες παραμένουν υποστελεχωμένα και εξαιρετικά πιεσμένα, με αποτέλεσμα πολλές υπηρεσίες να μην είναι καν διαθέσιμες. Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι φοβούνται ιδιαίτερα την έκθεση στον κορωνοϊό σε δομές Υγείας, με αποτέλεσμα να παραμένουν συχνά χωρίς καθοδήγηση για τη διαχείριση των νοσημάτων τους. Παράλληλα, μοντέρνες εναλλακτικές στις υπηρεσίες Υγείας, όπως η τηλεϊατρική, δεν υποστηρίχθηκαν αρκετά».
Η δουλειά από το σπίτι δημιούργησε τελικά πρόβλημα;
«Για ένα μέρος του πληθυσμού που δεν απειλήθηκε η εργασιακή του κατάσταση, η τηλεργασία μπορεί αρχικά να οδήγησε ακόμη και σε πτώση του άγχους της καθημερινότητας. Στην πορεία, όμως, η παραμονή στο σπίτι με τηλεργασία δημιούργησε σαφείς αρνητικές επιπτώσεις στους περισσότερους.
Η χρόνια παραμονή στο σπίτι μάς επηρεάζει πολυεπίπεδα, καθώς όχι μόνο μειώνονται οι κοινωνικές μας επαφές, αλλά αποδομείται πλήρως η ημέρα και η χωροχρονική εναλλαγή ερεθισμάτων και δραστηριοτήτων, που είναι εξαιρετικά σημαντική για τη σωστή λειτουργία του εγκεφάλου μας.
Η παραμονή στον ίδιο χώρο, μπροστά σε μια οθόνη, χωρίς την ανάγκη να ακολουθήσουμε μικρές τελετουργίες της καθημερινότητας (π.χ. πρωινό ντους, ντύσιμο, έξοδος από το σπίτι), συχνά είτε με απόλυτη μοναξιά ή με συμβίωση με άλλα μέλη της οικογένειας που δυσκολεύει την εργασία, δημιουργεί αδυναμία σωστής διαχείρισης του χρόνου, σοβαρές επιπτώσεις στον ύπνο, έκπτωση στη σωματική δραστηριότητα, στη διάθεση και στην αποδοτικότητά μας.
Ενώ η τηλεργασία θα μπορούσε δυνητικά να αποτελεί ευκαιρία για περισσότερο ελεύθερο χρόνο, πιο αποδοτικές και άμεσες εργασιακές συνθήκες και καλύτερη ποιότητα ζωής, δείχνει να μας “ρουφά” και να μας καθηλώνει στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μας».
Πώς διαχειριστήκαμε τελικά αυτό που συνέβη;
«Οι άνθρωποι είμαστε όντα της συνήθειας, αλλά ταυτόχρονα και εξαιρετικά προσαρμοστικοί. Ξαφνικά άλλαξαν όλα: Βρεθήκαμε σε μια νέα, πιθανώς επικίνδυνη πραγματικότητα, χωρίς όμως έναν καθημερινό, άμεσο κίνδυνο για τους περισσότερους από εμάς. Επίσης, άλλαξαν οι συνήθειές μας και μάλιστα πολύ γρήγορα: ο τρόπος κοινωνικοποίησης, επαφής και εργασίας, οι απαγορεύσεις, η απομόνωση…
Σίγουρα μας βοήθησε το αίσθημα του συνόλου. Είναι ίσως από τις λίγες φορές στην Ιστορία που οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν ίσοι απέναντι στις εξελίξεις, στον φόβο και στους περιορισμούς και αυτό βοήθησε την αναπτέρωση του αισθήματος της συλλογικότητας.
Στη μελέτη μας είδαμε πως αυξήθηκαν σημαντικά οι προ-κοινωνικές, αλτρουιστικές συμπεριφορές απέναντι σε συνανθρώπους μας, η διάθεση δηλαδή για βοήθεια προς τους γείτονες, τους ηλικιωμένους, τους συγγενείς…
Αυτό βέβαια παρατηρήθηκε κυρίως στην αρχή της καραντίνας και μετά εξασθένησε σιγά-σιγά λόγω της κοινωνικής και ατομικής κόπωσης. Από την άλλη πλευρά, σε προσωπικό επίπεδο, οι περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν παρόμοιες στρατηγικές διαχείρισης της κατάστασης. Οι ενήλικοι και οι έφηβοι φαίνεται ότι προτίμησαν να διαχειριστούν την κατάσταση μέσω χρήσης του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, της τηλεόρασης και της άθλησης.
Στα παιδιά οι προτιμήσεις διαφοροποιούνται σημαντικά, καθώς σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό ο προτιμώμενος τρόπος διαχείρισης είναι η άμεση κοινωνική επαφή, η ενασχόληση με το παιχνίδι και κάποιο κατοικίδιο.
Τα παιδιά δηλαδή χρειάζονται στενότερη επαφή και δημιουργικότερες δραστηριότητες για να διαχειριστούν τη νέα κατάσταση, ενώ έφηβοι και ενήλικοι παραδίνονται στις οθόνες τους και στον καταιγισμό της πληροφορίας. Χαρακτηριστική είναι η αύξηση του χρόνου χρήσης ηλεκτρονικών μέσων και ο τριπλασιασμός της βαριάς χρήσης τέτοιων μέσων (πάνω από 6-8 ώρες την ημέρα)».
Ποια θα λέγατε ότι είναι η χειρότερη επίπτωση της πανδημίας;
«Ισως μια από τις μεγαλύτερες μακροχρόνιες επιπτώσεις της πανδημίας είναι η απόλυτη επέλαση και κυριαρχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης σε τεράστιο ποσοστό του πληθυσμού.
Τα social media απειλούν πλέον να αλλάξουν ριζικά και να καταπατήσουν κλασικές κοινωνικές αξίες και ισορροπίες, κανόνες ανθρώπινης διάδρασης και επαφής, ακόμη και την κοινή λογική μέσω αλγορίθμων – και όχι ελεύθερης βούλησης –, ενώ στοχεύουν παράλληλα και σε μια αχαλίνωτη χειραγώγηση της σκέψης και της συμπεριφοράς.
Δεν είναι τόσο, όμως, οι αλλαγές ως αυτές, αλλά η ταχύτητά τους σε συνδυασμό με τη διαθεσιμότητα επί 24ώρου και την εθιστικότητα της πολύχρωμης και ελκυστικής πληροφορίας που είναι ανησυχητική».
Τι μας συμβουλεύετε να κάνουμε για να διαχειριστούμε την κατάσταση;
«Απλά πράγματα, όπως είναι: η διατήρηση τακτικού ωραρίου στον ύπνο μας, η άμεση έξοδος από το σπίτι το πρωί έστω και για λίγα λεπτά, η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου με συχνή ήπια άσκηση σε εξωτερικό χώρο (π.χ. γρήγορο περπάτημα), οι διαδραστικές δραστηριότητες, ο έγκαιρος προγραμματισμός προσωπικών επαφών με φίλους και η ελαχιστοποίηση της παραμονής εντός σπιτιού.
Ας κλείσουμε τις οθόνες μετά την εργασία μας, ας διαγράψουμε τα social media από τα κινητά μας, το βράδυ ας πάρουμε ένα βιβλίο μαζί μας στο κρεβάτι, ας μιλήσουμε περισσότερο με τον σύντροφό μας, ας παίξουμε περισσότερο με τα παιδιά μας».
Είστε αισιόδοξος για το μέλλον;
«Ναι. Δεν νομίζω ότι αυτή η περιπέτεια της πανδημίας θα μας αφήσει κάτι μακροπρόθεσμα, εκτός ίσως από αλλαγές στον τρόπο εργασίας. Ο άνθρωπος είναι ένα ον που είναι υπερβολικά ικανό να προσαρμοστεί και να ξεχάσει, δυστυχώς το τελευταίο όχι πάντα για καλό. Σύντομα θα ζήσουμε και πάλι τις ελευθερίες μας και θα κάνουμε τα ίδια λάθη όπως παλιά».