Οι άνθρωποι που προσβάλλονται από κορωνοϊό για δεύτερη φορά είναι απίθανο να εκδηλώσουν σοβαρά συμπτώματα και ακόμα πιο απίθανο να χρειαστούν νοσηλεία ή να πεθάνουν, υποδεικνύει νέα μελέτη.
Ερευνητές στο Κατάρ συνέκριναν 1.304 κρούσματα επαναλοίμωξης με 6.520 άτομα που προβλήθηκαν από κορωνοϊό για δεύτερη φορά.
Διαπίστωσαν ότι ο κίνδυνος σοβαρής νόσου για τα άτομα που προσβάλλονται για δεύτερη φορά είναι 8,3 φορές μικρότερος, αναφέρει η ερευνητική ομάδα στο έγκριτο New England Journal οf Medicine.
Τα κρούσματα επαναλοίμωξης ήταν δέκα φορές πιο απίθανο να χρειαστούν νοσηλεία σε σχέση με ασθενείς που προσβάλλονται για πρώτη φορά, ενώ κανένας ασθενής με επαναλοίμωξη δεν πέθανε ή χρειάστηκε νοσηλεία στην εντατική.
Επιπλέον, προηγούμενες μελέτες υποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που έχουν αναρρώσει από αρχική λοίμωξη είναι ούτως ή άλλως προστατευμένοι από επαναλοίμωξη, τουλάχιστον ως έναν βαθμό.
Λαμβάνοντας υπόψη αυτό τον παράγοντα της μερικής ανοσίας, η νέα μελέτη εκτιμά ότι, για όσους έχουν ήδη αναρρώσει από Covid-19 για πρώτη φορά, ο κίνδυνος να προσβληθούν εκ νέου και να εμφανίσουν σοβαρά συμπτώματα είναι 100 φορές μικρότερος από τον κίνδυνο σοβαρής πρώτης λοίμωξης.
«Σχεδόν όλες οι επαναλοιμώξεις ήταν ήπιες, ίσως χάρη στην ανοσιακή μνήμη που απέτρεψε την επιδείνωση» δήλωσε ο δρ Λάιθ Τζαμάλ Άμπου-Ραντάτ της Ιατρικής Σχολής «Κορνέλ» στη Ντόχα.
Παραμένει ωστόσο ασαφές πόσο διαρκεί η προστασία έναντι της σοβαρής νόσου, επισήμαναν οι ερευνητές. Οι μισοί από τους ασθενείς με δεύτερη λοίμωξη είχαν διαγνωστεί για πρώτη φορά με Covid-19 τουλάχιστον εννέα μήνες νωρίτερα.
Αν η προστασία διαρκεί για πολύ καιρό, εικάζουν οι ερευνητές, οι λοιμώξεις θα γίνονται όλο και πιο ακίνδυνες καθώς ο ιός γίνεται ενδημικός.
Η μελέτη, πάντως, αφορά μόνο το αρχικό πανδημικό στέλεχος και τα στελέχη Άλφα και Βήτα του κορωνοϊού, καθώς η παραλλαγή Δέλτα που επικρατεί σήμερα σε όλο τον κόσμο δεν είχε φτάσει ακόμα στο Κατάρ την περίοδο συλλογής των δεδομένων.
Πιθανότατα όμως τα βασικά ευρήματα της μελέτης ισχύουν και για την περίπτωση του Δέλτα, καθώς μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι το συγκεκριμένο στέλεχος προκαλεί σοβαρότερη νόσο.