Τα εμβόλια και τα μονοκλωνικά αντισώματα είναι δύο από τα πιο πολλά υποσχόμενα μέτρα για την αντιμετώπιση του SARS-CoV-2 και της επακόλουθης νόσου COVID-19.
Ενώ υπάρχει κάποια επικάλυψη μεταξύ αυτών των δύο προσεγγίσεων, υπάρχουν μια σειρά σημαντικές διαφορές. Ας δούμε τις κυριότερες:
Τι είναι ένα αντίσωμα
Ένα αντίσωμα είναι ένα μόριο που παράγεται από το ανοσοποιητικό μας σύστημα ως απόκριση σε μια μόλυνση.
Το σώμα μας έχει την ικανότητα να παράξει απίστευτα διαφορετικά αντισώματα που μπορούν να αναγνωρίσουν σχεδόν οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του SARS-CoV-2.
Αυτά τα μόρια είναι σε θέση να κολλήσουν στους ιούς και να τους αποτρέψουν από το να μολύνουν τα υγιή κύτταρα σας.
Πώς λειτουργούν οι θεραπείες με αντισώματα
Για να αναπτυχθεί μια θεραπεία αντισωμάτων, απαιτείται αίμα από ένα άτομο που έχει ήδη επιζήσει από τον COVID-19. Οι επιστήμονες εξάγουν από το αίμα τα λεγόμενα Β-κύτταρα και στη συνέχεια χρησιμοποιούν τεχνολογία γενετικής αλληλουχίας για να παράξουν αντισώματα.
Μόλις αναγνωριστεί το αντίσωμα που εξουδετερώνει τον SARS-CoV-2 στο δοκιμαστικό σωλήνα, τότε είναι εφικτό να παραχθούν τεράστιες ποσότητες αυτού του αντισώματος για χρήση ως φάρμακο.
Το αντίσωμα εγχέεται σε έναν ασθενή που εμφανίζει COVID-19, βοηθώντας τον να καταπολεμήσει τη μόλυνση.
Αυτές οι θεραπείες έχουν σχεδιαστεί για να θεραπεύουν υπάρχουσες περιπτώσεις μόλυνσης.
Πώς λειτουργεί το εμβόλιο
Ένα εμβόλιο, ωστόσο, είναι αυτό που ονομάζουμε «ενεργητική ανοσία». Ένα εμβόλιο μπορεί να είναι ένα κομμάτι ενός ιού, ένας αδρανοποιημένος ιός ή ένας ζωντανός ιός που δεν έχει πλέον την ικανότητα να προκαλέσει ασθένεια.
Όταν εγχέεται σε έναν άνθρωπο, το ανοσοποιητικό σύστημα εξαπολύει μια «επίθεση» στον ιό – σαν το άτομο να βίωνε πραγματικά μια γνήσια μόλυνση SARS-CoV-2. Εδώ, όμως, το άτομο δεν θα αρρωστήσει κι αυτή η επίθεση θα δώσει στο εμβολιασμένο άτομο αυτό που ονομάζουμε «ανοσολογική μνήμη».
Η ανοσολογική μνήμη μας προστατεύει από μελλοντική μόλυνση, καθώς το σώμα μας που έχει ήδη μάθει πώς να ανταποκρίνεται στον ιό, θα εξοντώσει τον SARS-CoV-2 προτού μπορέσει να προκαλέσει οποιαδήποτε βλάβη. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτή η προστατευτική ανοσία μπορεί να διαρκέσει από χρόνια έως μια ολόκληρη ζωή.
Τα εμβόλια είναι απολύτως ασφαλή και μπορούν να αποτρέψουν υγιείς ανθρώπους από το να κολλήσουν COVID-19 στο μέλλον. Ωστόσο, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία ενός ασθενή που είναι ήδη άρρωστος.
Ποια είναι, λοιπόν, η διαφορά και γιατί χρειαζόμαστε και τα δύο;
Ενώ το αντίσωμα μπορεί να θεραπεύσει αμέσως μια υπάρχουσα λοίμωξη SARS-CoV-2, το εμβόλιο θα εκπαιδεύσει το ανοσοποιητικό σύστημα να καταπολεμά μελλοντικές λοιμώξεις.
Για να δημιουργηθεί ανοσία έναντι του SARS-CoV-2 στον γενικό πληθυσμό, χρειαζόμαστε τα εμβόλια, αλλά χρειαζόμαστε και τα μονοκλωνικά αντισώματα για τη θεραπεία όσων έχουν ήδη μολυνθεί ή ατόμων που έχουν μια ιατρική πάθηση που εμποδίζει τον εμβολιασμό τους (π.χ. ως ανοσοποιητική ανεπάρκεια).
Άρα, με τα δύο αυτά ισχυρά «όπλα» διασφαλίζεται ότι η πλειοψηφία του πληθυσμού προστατεύεται από τις σοβαρές επιπτώσεις του COVID-19.