Δραστική μείωση κατά 40% στα περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου καταγράφηκε στη διάρκεια του πρώτου έτους της πανδημίας εξαιτίας της μειωμένης προσέλευσης των ασθενών στις μονάδες υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν κατά 4% τουλάχιστον οι αντίστοιχοι καρκίνοι που διαγνώσκονται όμως σε προχωρημένο στάδιο και αφού προκαλέσουν σοβαρές επιπλοκές στους πάσχοντες.
Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει μελέτη που ανακοινώθηκε στο Ευρωπαϊκό Συνέδριο Γαστρεντερολογίας και η οποία διεξήχθη σε πολλά νοσοκομεία της Ισπανίας με στοιχεία του πρώτου έτους της πανδημίας και της αμέσως προηγούμενης χρονιάς.
Από τα 1.385 περιστατικά καρκίνου του παχέος εντέρου που διαγνώστηκαν κατά τη διάρκεια της διετίας, σχεδόν τα δύο τρίτα (οι 868 περιπτώσεις ή το 62,7%) διαγνώστηκαν το προ-πανδημικό έτος κατά το οποίο διενεργήθηκαν 24.860 κολονοσκοπήσεις. Αντίθετα, μόνο 517 κρούσματα (δηλαδή το 37,3% του συνόλου) διαγνώστηκαν στη διάρκεια της πανδημίας, και αυτά προέκυψαν από 17.337 κολονοσκοπήσεις, αριθμός μειωμένος κατά 27% σε σχέση με αυτές που πραγματοποιήθηκαν το 2019.
Οι ασθενείς που διαγνώστηκαν με καρκίνο του παχέος εντέρου μεταξύ 15 Μαρτίου 2020 και 28 Φεβρουαρίου 2021 ήταν επίσης μεγαλύτεροι σε σχέση με το έτος πριν από την πανδημία, είχαν συχνότερα συμπτώματα, μεγαλύτερο αριθμό επιπλοκών και παρουσιάστηκαν σε πιο προχωρημένο στάδιο της νόσου.
Οι ειδικοί λένε ότι η μείωση αυτή, είναι συνέπεια της αναστολής των προγραμμάτων ελέγχου και της αναβολής των μη επειγόντων ερευνών για κολονοσκόπηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Λιγότεροι καρκίνοι εντοπίστηκαν από τον έλεγχο CRC κατά την περίοδο της πανδημίας, με μόλις 22 (4,3%) περιπτώσεις σε σύγκριση με 182 (21%) το προ πανδημικό έτος. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, περισσότεροι ασθενείς διαγνώστηκαν μέσω συμπτωμάτων (81,2% των διαγνώσεων) σε σύγκριση με το έτος πριν από την πανδημία (69%).
H δρ Μαρία Χοσε Ντομπέρ Αρνάλ από το τμήμα Γαστρεντερολογίας του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Σαραγόσα και του Ερευνητικού Ινστιτούτου Υγείας Αραγκόν και επικεφαλής της μελέτης, σχολίασε «Αυτά είναι πραγματικά ανησυχητικά ευρήματα. Περιστατικά καρκίνου παχέος εντέρου αναμφίβολα πέρασαν αδιάγνωστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Όχι μόνο υπήρχαν λιγότερες διαγνώσεις, αλλά όσοι διαγνώστηκαν έτειναν να είναι σε μεταγενέστερο στάδιο και να υποφέρουν από σοβαρότερα συμπτώματα».
Η αύξηση του αριθμού των ασθενών με σοβαρές επιπλοκές – σημάδι της νόσου τελικού σταδίου – ήταν σημαντική και αφορούσε συμπτώματα όπως διάτρηση του εντέρου, αποστήματα, απόφραξη του εντέρου και αιμορραγία που απαιτούν εισαγωγή στο νοσοκομείο. Αυτού του είδους τα περιστατικά πριν την πανδημία αποτελούσαν το 10,6% και το 14,7% κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ο αριθμός των καρκίνων σταδίου IV που διαγνώστηκαν αυξήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημικής χρονιάς και έφτασε το 19,9% των περιπτώσεων, από 15,9% το προηγούμενο έτος.
«Παρόλο που αυτά τα στοιχεία είναι σε πληθυσμό 1,3 εκατομμυρίων στην Ισπανία, είναι πολύ πιθανό ότι η ίδια μείωση των διαγνώσεων θα έχει συμβεί και αλλού σε όλο τον κόσμο όπου ο έλεγχος σταμάτησε και οι επεμβάσεις αναβλήθηκαν, ειδικά σε χώρες που επηρεάστηκαν πολύ από τον COVID-19» , εξήγησε η δρ Μαρία Χοσε Ντομπέρ Αρνάλ.
«Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι συχνά ιάσιμος εάν εντοπιστεί σε πρώιμο στάδιο. Η ανησυχία μας είναι ότι χάνουμε την ευκαιρία να διαγνώσουμε ασθενείς σε αυτό το πρώιμο στάδιο και αυτό θα επηρεάσει μακροπρόθεσμα τα αποτελέσματα και την επιβίωση των ασθενών. Είναι πιθανό να βλέπουμε τις επιπτώσεις τα επόμενα χρόνια».
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου είναι η δεύτερη συχνότερη μορφή καρκίνου στην Ευρώπη και ο συχνότερος καρκίνος του πεπτικού συστήματος. Κάθε χρόνο καταγράφονται 375.000 νέα κρούσματα στην ΕΕ και πάνω από 170.000 θάνατοι. Από την έναρξη των προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου, τα οποία καλύπτουν τώρα πάνω από 110 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ, η Ευρώπη έχει παρατηρήσει μια σταθερή μείωση των ποσοστών θνησιμότητας. Μια πρόσφατη παγκόσμια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο The Lancet Gastroenterology and Hepatology κατέδειξε μια συσχέτιση μεταξύ της εισαγωγής προγραμμάτων προληπτικού ελέγχου και της μείωσης των ποσοστών θνησιμότητας του καρκίνου του παχέος εντέρου, υποστηρίζοντας τα οφέλη από αποτελεσματικές παρεμβάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου.