Δέκα μέρες με στέρηση ύπνου, προκαλούν τέτοιες βλάβες στον οργανισμό, που δεν αποκαθίστανται με μια εβδομάδα ξεκούρασης.
Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, μας οδηγεί σε περιορισμένο ύπνο, ο οποίος με τη σειρά του παρεμβαίνει στον κιρκάδιο ρυθμό μας, τον ρυθμό που ορίζει την ετοιμότητα στο βάδισμα, την προσοχή στα αντακλαστικά, τη γνωστική επάρκεια και τη μνήμη.
Πέρα από τους επαγγελματίες που δεν έχουν σταθερό ωράριο, όπως αυτοί στον τομέα υγείας, τη διασκέδαση, τις μεταφορές, την βιομηχανία ενέργειας και τις χημικές βιομηχανίες, υπάρχει μια διευρυνόμενη ομάδα εργαζομένων που αρχίζουν σιγά – σιγά να αποκτούν έλλειμμα ύπνου εξαιτίας αδυναμίας πρόβλεψης της λήξης της καθημερινής εργασίας τους, λόγω προθεσμιών παράδοσης και υπερωριών.
Η έλλειψη ύπνου επηρεάζει αρνητικά τις λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού, προκαλώντας συμπεριφορικές, κινητικές και νευροφυσιολογικές αντιδράσεις. Το αποτέλεσμα είναι να προκαλούνται ελλείμματα προσοχής και μνήμης, αυξημένος κίνδυνος τροχαίων ατυχημάτων, καρδιακά προβλήματα και σειρά άλλων ιατρικών ζητημάτων. Παρόλα αυτά, ενώ ορισμένες έρευνες έχουν ασχοληθεί με την ανάρρωση μετά από χρόνια στέρηση ύπνου, δεν είναι σαφές πόσος χρόνος χρειάζεται για να αναρρώσει κάποιος, πλήρως, από παρατεταμένες περιόδους ελλειμματικού ύπνου.
Ο Jeremi Ochab από το Πανεπιστήμιο Jagiellonian στην Κρακοβία της Πολωνίας και οι συνεργάτες του παρουσίασαν τα ευρήματα μελέτης τους στο επιστημονικό περιοδικό PLOS ONE.
Οι συμμετέχοντες – υγιείς ενήλικες – υποβλήθηκαν σε 10 ημέρες στέρησης ύπνου και ακολούθησαν 7 ημέρες αποκατάστασης με απεριόριστο ύπνο. Για τη μελέτη, οι συμμετέχοντες βρίσκονταν στο κανονικό τους καθημερινό περιβάλλον και φορούσαν αισθητήρες καρπού που παρακολουθούσαν για να παρακολουθούν τον καθημερινό ύπνο και τη δραστηριότητά τους. Επίσης, υποβάλλονταν σε καθημερινό ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG) για την παρακολούθηση της εγκεφαλικής δραστηριότητας και απαντούσαν σε καθημερινές ερωτήσεις (τεστ Stroop) για τη μέτρηση των χρόνων αντίδρασης και ακρίβειας.
Μετά το επταήμερο της ανάρρωσης, οι συμμετέχοντες δεν είχαν ακόμη επιστρέψει στην κανονική τους απόδοση πριν τη στέρηση ύπνου. Μόνο οι χρόνοι αντίδρασής τους είχαν ανακάμψει στα αρχικά επίπεδα, σε αντίθεση με την εγκεφαλική δραστηριότητα, τις εναλλαγές ανάπαυσης και δραστηριότητας όπως καταγράφηκαν από τους αισθητήρες καρπού και την ακρίβεια σε τεστ Stroop, ένα τεστ με χρώματα που μετρά το χρόνο και την ακρίβεια στις απαντήσεις του ερωτώμενου.
Οι ερευνητές σημειώνουν ότι είναι δύσκολο να συγκριθούν αυτά τα αποτελέσματα με άλλες μελέτες που χρησιμοποίησαν διαφορετικές μεθόδους, παρόλα αυτά τα ευρήματα συμβάλλουν στην αναζήτηση τρόπων ανάκαμψης από τη χρόνια απώλεια ύπνου. Μελλοντική έρευνα θα μπορούσε να επεκταθεί σε μεγαλύτερο αριθμό συμμετεχόντων, να διερευνήσει μεγαλύτερες περιόδους αποθεραπείας και να διαχωρίσει τη σειρά με την οποία οι διάφορες λειτουργίες επανέρχονται στο φυσιολογικό.
Οι συγγραφείς προσθέτουν: «Η έρευνα της διαδικασίας αποκατάστασης μετά από μια εκτεταμένη περίοδο στέρησης ύπνου αποκαλύπτει ότι οι διαφορές στις συμπεριφορικές, κινητικές και νευροφυσιολογικές αντιδράσεις είναι παρούσες τόσο στην απώλεια ύπνου όσο και στην διάρκεια της ανάρρωσης».