Το τελευταίο πειραματικό εμβόλιο για την πρόληψη του HIV/AIDS ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τα δεκάδες άλλα που προηγήθηκαν.
Το υποψήφιο εμβόλιο της αμερικανικής Johnson & Johnson απέτυχε σε κλινική δοκιμή που ξεκίνησε το 2017 στη Νότια Αφρική και γειτονικές χώρες, την περιοχή που έχει πληγεί περισσότερο από την πανδημία HIV τον τελευταίο μισό αιώνα.
Η παρασκευάστρια εταιρεία ανακοίνωσε ότι, μεταξύ των 2.600 γυναικών που συμμετείχαν στη μελέτη, 63 κρούσματα καταγράφηκαν στην ομάδα του εμβολίου, συγκριτικά με 51 στην ομάδα ελέγχου που έλαβε placebo. Η αποτελεσματικότητα υπολογίζεται έτσι σε 25,2%, ποσοστό υπερβολικά χαμηλό για να θεωρηθεί χρήσιμο το εμβόλιο.
«Πρέπει να επανεξετάσουμε ριζικά τι κάνουμε» δήλωσε στο δικτυακό τόπο του Science η Γκλέντα Γκρέι, επικεφαλής του νοτιοαφρικανικού Συμβουλίου Ιατρικής Έρευνας, η οποία βοήθησε στην κατάρτιση του πρωτοκόλλου της μελετης.
Η J&J πάντως σκοπεύει να συνεχίσει τις δοκιμές μιας τροποποιημένης βερσιόν του εμβολίου σε Ευρώπη και την Αμερική. Σε αυτή την περίπτωση το εμβόλιο δοκιμάζεται σε 3.800 άνδρες που έχουν σεξουαλικές επαφές με άνδρες και σε διεμφυλικούς εθελοντές, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υπάρχει προστασία έναντι της μόλυνσης από πρωκτικό σεξ.
Η προσέγγιση της J&J προβλέπει τη χορήγηση συνολικά τεσσάρων δόσεων από δύο διαφορετικά εμβόλια. Το πρώτο χρησιμοποιεί την ίδια τεχνολογία του ιικού φορέα στην οποία βασίστηκε το εμβόλιο Covid-19 της εταιρείας, ενώ το δεύτερο περιέχει μια γενετικά τροποποιημένη βερσιόν των επιφανειακών πρωτεϊνών του HIV.
Η στρατηγική της Johnson & Johnson, εξηγούν στο Science ανεξάρτητοι ειδικοί, εστιαζόταν στην παραγωγή Τ-κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος που εξουδετερώνουν τα μολυσμένα κύτταρα.
Άλλα πειραματικά εμβόλια εστιάζονται στην παραγωγή εξουδετερωτικών αντισωμάτων, τα οποία εμποδίζουν τη μόλυνση των κυττάρων, απέχουν όμως περίπου τέσσερα χρόνια από τις τελικές φάσεις των κλινικών δοκιμών.