Μια μειοψηφία, πλην όμως όχι αμελητέα, δυναμιτίζει τις προσπάθειες για τη δημιουργία ενός «τείχους ανοσίας» που θα έθετε σε έλεγχο την κυκλοφορία της μετάλλαξης Δέλτα και θα μείωνε ακόμα περισσότερο την πίεση που ασκεί στο ΕΣΥ η πανδημία. Μάλιστα, όπως προκύπτει από νέα έρευνα ελλήνων επιστημόνων, οι εκκλήσεις των ειδικών για την ανάγκη άμεσου εμβολιασμού πέφτουν διαχρονικά στο κενό, με τους «σκληρούς» αρνητές να διατηρούν αδιάλλακτη στάση.
Λαμβάνοντας δε υπόψη ότι το χρονικό «παράθυρο» ώστε να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος εξαιτίας των θερινών διακοπών δεν ξεπερνά τον ενάμιση μήνα, διαπιστώνει κανείς ότι το εμβολιαστικό… σπριντ που επιχειρείται στήνοντας εμβολιαστικά κέντρα σε πλατείες αλλά και έξω από ιερούς ναούς θα έχει αμφίβολο αποτέλεσμα.
Σταθερό το ποσοστό των αρνητών
Τα συμπεράσματα νέας μελέτης από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, με κύριους ερευνητές τους καθηγητές Βάνα Σύψα και τον ομότιμο καθηγητή Αγγελο Χατζάκη – την οποία σημειωτέον συνυπογράφουν μεταξύ άλλων οι καθηγητές Σωτήρης Τσιόδρας και Δημήτρης Παρασκευής -, αποκαλύπτουν ότι διαχρονικά το ποσοστό των αρνητών παραμένει σχεδόν αμετάβλητο – και συγκεκριμένα κυμαίνεται από 7% έως 9,6%.
Εάν δε σε αυτούς προστεθούν και εκείνοι που απαντούν «μάλλον όχι» ή «δεν γνωρίζω/δεν απαντώ», τότε το αντίστοιχο ποσοστό σκαρφαλώνει στο 16%, δημιουργώντας μια σημαντική «μαύρη τρύπα» στο επιδιωκόμενο τείχος ανοσίας.
Αναλυτικότερα η μελέτη εστιάζει στην πρόθεση εμβολιασμού του πληθυσμού, με τους συμμετέχοντες να καλούνται να ξεδιπλώσουν τις απόψεις τους σε τέσσερις διαφορετικούς χρονικούς σταθμούς: Νοέμβριο 2020, Φεβρουάριο 2021, Απρίλιο 2021 και Μάιο – Ιούνιο 2021.
«Πράγματι, ενώ παρατηρήσαμε στη μελέτη μας διαχρονικά μια μείωση του αριθμού των αναποφάσιστων με αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των ατόμων που σκοπεύουν να εμβολιαστούν, το ποσοστό αυτών που απάντησαν «Σίγουρα Οχι» – αν και μικρό -παρέμεινε σχετικά σταθερό από έρευνα σε έρευνα. Πιστεύω ότι όσοι ήταν αρνητικοί απέναντι στον εμβολιασμό πριν καν εφαρμοστεί είναι δύσπιστοι για πολλούς λόγους: περιορισμένη πρόσβαση σε αξιόπιστη πληροφορία, δυσπιστία απέναντι στο κράτος και τους πολιτικούς, πικρία για τις συνέπειες της πανδημίας και των μέτρων στη ζωή τους και άλλα. Για τον λόγο αυτόν, είναι δύσκολο να αλλάξουν γνώμη» αναλύει μιλώντας στο «Βήμα» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής ΕΚΠΚΑ, Βάνα Σύψα.
Και συνεχίζει: «Στην πράξη, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι οι άνθρωποι είναι κατά κύριο λόγο διστακτικοί. Ο δισταγμός μπορεί να ξεπεραστεί με την κατάλληλη πληροφόρηση αλλά και επειδή όσο περνάει ο καιρός εξοικειωνόμαστε με την ιδέα και βαθμιαία γινόμαστε πιο δεκτικοί. Ακόμα και τα άτομα που δηλώνουν ότι μάλλον δεν θα εμβολιαστούν είναι πιθανό τελικά να το αποφασίσουν. Αυτό όμως που δεν πρέπει να αγνοήσουμε είναι ότι υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στην πρόθεση να κάνουμε κάτι (να κόψουμε το κάπνισμα, να πάμε στον οδοντίατρο, να κάνουμε εμβόλιο) και στην πραγματοποίησή του. Επομένως, ακόμα και αν το 100% του πληθυσμού ανέφερε πρόθεση να εμβολιαστεί, στην πράξη λιγότεροι θα το πραγματοποιήσουν είτε από αναβλητικότητα είτε επειδή δεν νιώθουν εμπιστοσύνη και προτιμούν να το καθυστερήσουν είτε γιατί αντιμετωπίζουν διάφορα πρακτικά εμπόδια (π.χ. το εμβολιαστικό κέντρο είναι μακριά)».
Κομβικός ο εμβολιασμός των 18+
Πάντως, όπως προκύπτει από τα ίδια στοιχεία, η συμβίωση με συγγενικά πρόσωπα άνω των 65 ετών αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για να επιλέξει κανείς την ασφάλεια που παρέχει το εμβόλιο, όπως επίσης το επίπεδο εκπαίδευσης.
Την ίδια ώρα εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι γονείς με παιδιά έως και 12 ετών εκφράζουν υψηλότερα ποσοστά άρνησης, που ξεπερνούν το 20% – με τις μητέρες να εμφανίζονται οι πλέον διστακτικές. «Θα περίμενε κανείς το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν θα ήθελαν να διακινδυνέψουν να νοσήσουν. Αυτό το εύρημα έχει αναφερθεί και σε άλλες μελέτες και κατά τη γνώμη μου αντανακλά τη δυσπιστία των γονιών απέναντι στην ασφάλεια και τα οφέλη του εμβολίου σε σχέση με τον κίνδυνο που σχετίζεται με τη νόσο COVID-19. Είναι πολύ πιθανό επομένως να είναι διστακτικοί και στον εμβολιασμό των παιδιών τους» σχολιάζει η κυρία Σύψα.
Αξιολογώντας τα δεδομένα της ίδιας μελέτης, οι έλληνες ερευνητές καταλήγουν στα συμπεράσματά τους ότι «καθώς τα άτομα ηλικίας 18 ετών και άνω αποτελούν περίπου το 83% του πληθυσμού στην Ελλάδα, μια πρόθεση εμβολιασμού 84% θα μπορούσε να είχε ως αποτέλεσμα αποδοχή του εμβολίου της τάξεως του 69% στον συνολικό πληθυσμό».
Η «Δέλτα» αναθεωρεί τους σχεδιασμούς
Σε κάθε περίπτωση εν τούτοις, το ποσοστό αυτό απέχει σημαντικά από τον στόχο, που ολοένα αυξάνεται λόγω του ιδιαίτερα μολυσματικού στελέχους Δέλτα, με αποτέλεσμα η δημιουργία μιας ισχυρής ασπίδας προστασίας έναντι του πανδημικού ιού να μοιάζει ανέφικτη. «Αρχικά εκτιμούσαμε ότι περίπου 60%-70% του συνολικού πληθυσμού της χώρας θα έπρεπε να αποκτήσει ανοσία μέσω εμβολιασμού ή νόσησης για να ελεγχθεί η μετάδοση.
Με τη μετάλλαξη Δέλτα, οι εκτιμήσεις αυτές αναπροσαρμόζονται προς τα πάνω – άνω του 80% και ίσως 90% του πληθυσμού θα πρέπει να αποκτήσει ανοσία. Αν σκεφτούμε ότι τα παιδιά έως 12 ετών που δεν εμβολιάζονται αποτελούν περίπου τo 13% του πληθυσμού, βλέπουμε πόσο δύσκολο είναι να επιτευχθεί συλλογική ανοσία μέσω εμβολιασμού. Στα παραπάνω προστίθενται επιπλέον προβληματισμοί, όπως η διάρκεια της ανοσίας και η διστακτικότητα του πληθυσμού απέναντι στο εμβόλιο. Ακόμα κι αν ο στόχος της συλλογικής ανοσίας φαίνεται δύσκολος, το σημαντικό είναι ότι με τον εμβολιασμό μπορούμε να περιορίσουμε τη μετάδοση και να μειώσουμε δραστικά τον κίνδυνο σοβαρής νόσησης και θανάτου λόγω COVID-19» καταλήγει η καθηγήτρια.
Σχετικά με τις επιπτώσεις αυτής της «μαύρης τρύπας» στην εξέλιξη της πανδημίας ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Δημήτρης Παρασκευής, εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ότι η συνέχιση του κύματος είναι αναπόφευκτη. «Θα έχουμε εξάρσεις το φθινόπωρο και τον χειμώνα».
Ο ίδιος δε, συνυπολογίζοντας πως σε ορισμένες περιφέρειες της χώρας η εμβολιαστική κάλυψη είναι ιδιαίτερα χαμηλή – όπως για παράδειγμα στην Ευρυτανία, όπου οι πλήρως εμβολιασμένοι δεν ξεπερνούν το 36% -, καταλήγει ότι ορισμένες γεωγραφικές περιοχές είναι πιο ευάλωτες. «Εν τούτοις η πίεση στο ΕΣΥ, που μεταφράζεται σε αριθμό ασθενών και διασωληνωμένων, εξαρτάται κυρίως από τον βαθμό ανοσίας στις ευπαθείς ομάδες. Και επειδή ο βαθμός προστασίας των εμβολίων δεν είναι ποτέ απόλυτος, εξαρτάται και από τα πόσα κρούσματα έχεις στην κοινότητα».
Στάσιμος ο εμβολιασμός των 65+
Η εικόνα στο ΕΣΥ δεν αφήνει άλλωστε περιθώρια εφησυχασμού, αποτελώντας σημείο προβληματισμού, στο οποίο εστίασε πρόσφατα η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου. Οπως είπε αναφερόμενη στους νοσηλευομένους, «σήμερα το 45% (σχεδόν ένας στους δύο) είναι ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών, ενώ μόλις πριν από λίγες εβδομάδες, στα τέλη Ιουλίου, οι υπερήλικοι αφορούσαν λιγότερο από το ένα τρίτο των νοσηλευομένων ασθενών. Λογικό επακόλουθο είναι λοιπόν να βλέπουμε αύξηση των εισαγωγών στις ΜΕΘ, αύξηση των διασωληνώσεων αλλά και της διάμεσης ηλικίας των διασωληνωμένων ασθενών κατά σχεδόν 10 έτη».
Στάθηκε όμως και σε ένα ακόμα ανησυχητικό δεδομένο: «Η εμβολιαστική κάλυψη των υπερηλίκων ηλικίας άνω των 65 ετών έχει εμφανίσει πλατό, δεν βελτιώνεται εδώ και αρκετές εβδομάδες, τη στιγμή που γνωρίζουμε ότι η μεγάλη ηλικία αποτελεί τον πιο καθοριστικό παράγοντα να νοσήσει κάποιος βαριά από κορωνοϊό και να χάσει τη ζωή του».
Και καθώς κορυφώνεται η αγωνία ότι το κύμα θα… ξεσπάσει στα μεγάλα αστικά κέντρα – τα οποία σημειωτέον έχουν χαρακτηριστεί «εκκολαπτήρια» του ιού – με την επιστροφή και των τελευταίων εκδρομέων, εντείνεται ο έλεγχος μέσω της διάθεσης δωρεάν self tests. Αναλυτικότερα και όπως ανακοινώθηκε την Παρασκευή, δίδεται η δυνατότητα δωρεάν διάθεσης δύο τεστ σε εργαζομένους του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, σε ανηλίκους 5-17 ετών και σε νέους 18-30 ετών.
Το «χάσμα» μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων
Μία ακόμα πανελλαδική έρευνα που διεξήγαγε η Κάπα Research και αποτελεί ένα «crash test» ανάμεσα σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους αποτυπώνει το χάσμα σκέψης που χωρίζει την ελληνική κοινωνία. Είναι ενδεικτικό ότι το 81% των εμβολιασμένων δηλώνει ανησυχία στην περίπτωση που κολλήσουν οι ίδιοι ή κάποιο μέλος της οικογένειάς τους από τον κορωνοϊό, όμως στους κύκλους των μη εμβολιασμένων το ποσοστό πέφτει στο 31%.
Μάλιστα, αρκετοί είναι εκείνοι που προτιμούν τη φυσική νόσηση (69%) από το να… τσιμπηθούν, εκτιμώντας στην πλειονότητά τους ότι τα εμβόλια δεν έχουν δοκιμαστεί αρκετά και παράλληλα αντιδρώντας στην πίεση που ασκείται. Ωστόσο νέα μελέτη από τη Ισραήλ που εξέτασε την υγεία σχεδόν 1,7 εκατ. πολιτών που είχαν εμβολιαστεί και περισσότερων από 233.000 που είχαν νοσήσει από τον πανδημικό ιό καταρρίπτει το επιχείρημα ότι η φυσική νόσηση είναι ασφαλέστερη.
Αναλυτικότερα και όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, τα εμβόλια αυξάνουν τον κίνδυνο φλεγμονής στην καρδιά, διόγκωσης των λεμφαδένων και έρπη. Από την άλλη, η λοίμωξη COVID-19 αυξάνει 6 φορές περισσότερο από το εμβόλιο τον κίνδυνο μυοκαρδίτιδας και περικαρδίτιδας. Αντίστοιχα, αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες για θρομβώσεις, έμφραγμα και άλλες επικίνδυνες καταστάσεις. Τα ευρήματα που προκαλούν ενδιαφέρον όμως δεν σταματούν εδώ: Ορισμένοι αρνητές καταλογίζουν στους πολίτες που εμβολιάστηκαν ότι έπεσαν θύματα φόβου, παραπληροφόρησης και συμφερόντων χαρτογραφώντας την απόσταση που χωρίζει τις δύο «σχολές» σκέψης.
Παρ’ όλα αυτά οι περισσότεροι, ανεξαρτήτως εάν επισκέφθηκαν το εμβολιαστικό κέντρο ή όχι, συμφωνούν – σύμφωνα πάντα με την ίδια έρευνα – ότι θα επιστρέψουμε σε φυσιολογικό ρυθμό ζωής το 2022 (28%) ή ύστερα από δύο-τρία χρόνια (38%), αν και διαφωνούν ριζικά με τον τρόπο διαχείρισης της πανδημίας.
Κανένα περιθώριο για αστοχίες και ολιγωρία
Και ενώ το δίλημμα του φθινοπώρου «εμβολιασμός ή νόσηση;» μοιάζει να μην αγγίζει τον σκληρό πυρήνα των αρνητών, η κυβέρνηση αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο της επέκτασης της υποχρεωτικότητας και σε άλλους τομείς, όπως η εστίαση και η διασκέδαση, εκτός από τα σώματα ασφαλείας και τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις εντούτοις παίρνουν πίστωση χρόνου ώστε να «δοκιμαστεί» η αποτελεσματικότητα, αφενός της υποχρεωτικότητας στους υγειονομικούς και αφετέρου των νέων μέτρων που θα εφαρμοστούν από τις 13 Σεπτεμβρίου, που περιορίζουν την κινητικότητα σε μη εμβολιασμένους πολίτες υποβάλλοντάς τους παράλληλα σε rapid test που θα πληρώνουν οι ίδιοι.
Την ίδια ώρα οι επιδημιολόγοι καθιστούν σαφές ότι δεν υπάρχει περιθώριο για αστοχίες και ολιγωρία. «Καθώς η θερμοκρασία θα μειώνεται προς το τέλος του Σεπτεμβρίου και μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου, θα περνάμε περισσότερο χρόνο σε κλειστούς χώρους και έτσι αναμένουμε ότι οι πιθανότητες μετάδοσης του ιού θα αυξηθούν σημαντικά. Εχουμε περίπου έναν-ενάμιση μήνα να ενισχύσουμε το τείχος ανοσίας ώστε να αντιμετωπίσουμε πιο αποτελεσματικά την αναμενόμενη αύξηση μεταδοτικότητας της χειμερινής περιόδου» προειδοποίησε πρόσφατα ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Γκίκας Μαγιορκίνης.
Παρ’ όλα αυτά το… μαστίγιο (των μέτρων και των προειδοποιήσεων) φαίνεται να προκαλεί (και) αντιδράσεις: Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Κάπα Research το 85% των ατόμων που δεν έχουν κλείσει ραντεβού από θέση δεν πρόκειται να καμφθεί από τα αυστηρά μέτρα.
Αντίστοιχα και ενώ ο χρόνος μετρά αντίστροφα για τους υγειονομικούς που αρνούνται το εμβόλιο παρότι η ηγεσία του υπουργείου Υγείας επιμένει ότι δεν θα υπάρξει παράταση, με αποτέλεσμα την ερχόμενη Τετάρτη να τους επιβληθεί αναστολή εργασίας, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα ισχυρό μέτωπο αντίστασης.
Μάλιστα, σε αυτό συμπεριλαμβάνονται ακόμα και εμβολιασμένοι υγειονομικοί που αντιδρούν στη «σκληρή» κυβερνητική πολιτική. Ενδεικτική είναι η τοποθέτηση του νευροχειρουργού και γενικού γραμματέα της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), Παναγιώτη Παπανικολάου, ο οποίος σημειωτέον εμβολιάστηκε τον περασμένο Ιανουάριο υποστηρίζοντας δημοσίως σε κάθε ευκαιρία την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Ο ίδιος σε ανοιχτή επιστολή του δηλώνει πως δεν θα καταθέσει στις αρμόδιες υπηρεσίες το πιστοποιητικό εμβολιασμού του. «Δεν θα βάλω πλάτη στην άθλια κυβερνητική μεθόδευση συκοφαντικής στοχοποίησης των κατά 85%-95% εμβολιασμένων υγειονομικών, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Δεν θα βάλω πλάτη σε αναστολές εργασίας που μοιραία θα σημάνουν την αναστολή του ίδιου του ΕΣΥ λόγω των τραγικών ελλείψεων προσωπικού. Δεν θα βάλω πλάτη στη χυδαία μεθόδευση μετάθεσης ευθυνών στον λαό μας για άλλη μια φορά» αναφέρει μεταξύ άλλων σε αυτήν.
Και ζητώντας συγγνώμη προκαταβολικά από τους ασθενείς του, υπογραμμίζει ότι «κάπου πρέπει να μπει ένα τέρμα».