Στην αρχή μού το περιέγραψε η φίλη μου, η Σάντρα, μιλώντας για τον άνδρα της: Οταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού τον κατέκλυσε ο φόβος, μετά βίωσε το πένθος και τη θλίψη για όσους χάθηκαν αλλά και για όλη τη ζωή που άλλαξε, αργότερα τον κατέκλυσε αγωνία για το αν θα έβγαινε ένα εμβόλιο, για το πότε θα έκανε το εμβόλιο…
Μετά δεν είχε ούτε αυτό σημασία. Δυσκολευόταν να συγκεντρωθεί, να δουλέψει, αλλά παράλληλα δεν υπήρχε και κάτι άλλο που να του προκαλούσε ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Δεν έκανε σχέδια για το μέλλον, δεν είχε όρεξη για τίποτε. Ακόμη και η προοπτική των εμβολίων δεν έκανε το μέλλον να φαίνεται κάπως πιο ρόδινο, πιο ελπιδοφόρο.
Συμβαίνει σε πολλούς από εμάς. Δεν είναι κατάθλιψη, ούτε burnout. Είναι σαν να βλέπει κανείς τη ζωή μέσα από ένα βρώμικο παράθυρο.
Λειτουργικοί αλλά όχι δημιουργικοί
Ο όρος «languishing» ήταν μια ιδέα του κοινωνιολόγου Corey Keyes, που από το 2002 ακόμη παρατήρησε ότι πολλοί άνθρωποι ναι μεν δεν είχαν κατάθλιψη, δεν βρίσκονταν όμως και σε μια κατάσταση προσωπικής άνθισης.
Οι άνθρωποι αυτοί, αν και δεν παραιτούνται από τη ζωή, δεν έχουν ωστόσο έναν σκοπό ή στόχο στη διάρκειά της. Ετσι, ο Corey Keyes εισήγαγε τον όρο «languishing» για να περιγράψει την περιορισμένη απόδοση όλων αυτών των ανθρώπων κυρίως στον τομέα της εργασίας τους.
Μάλιστα, ισχυρίστηκε ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι πιθανό να εμφανίσουν κατάθλιψη ή συμπτώματα αγχώδους διαταραχής στο μέλλον.
Ο Corey Keyes το περιέγραψε περίπου ως εξής: Ας σκεφτούμε ότι υπάρχει μια ευθεία γραμμή για τη διάθεσή μας και το απόγειό της είναι η ψυχική ανάταση στην άλλη πλευρά της γραμμής αυτής, στο χαμηλότερο άκρο της δηλαδή, βρίσκεται η κατάθλιψη.
Κάπου στη μέση – ανάμεσα στις δύο καταστάσεις – βρίσκεται το κενό στο οποίο φαίνεται να έχουν πέσει όσοι βιώνουν το «languishing».
«Languishing» στην εποχή του κορωνοϊού
Ο ψυχολόγος Adam Grant, γράφοντας ένα άρθρο στην εφημερίδα «New York Times», χρησιμοποίησε τον όρο «languishing» για να περιγράψει αυτό που βιώνουμε όλοι μαζί αυτή την περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού. Δεν έχουμε κατάθλιψη αλλά ούτε λειτουργούμε πλήρως.
Δυσκολευόμαστε να συγκεντρωθούμε, αποδίδουμε λιγότερο στη δουλειά μας και μας λείπουν τα κίνητρα για κάτι καλύτερο και βέβαια αυτή η κατάσταση μπορεί να υπονομεύει και την ψυχική μας υγεία όσο περνάει ο καιρός.
Ερευνες στην Ιταλία έδειξαν ότι οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας που βρίσκονταν στην κατάσταση αυτής της ψυχικής εξουθένωσης πέρυσι την άνοιξη ήταν 3 φορές πιο πιθανό από τους συναδέλφους τους να υποφέρουν από μετατραυματική διαταραχή.
Το πρόβλημα είναι ότι όταν βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση της εξουθένωσης είμαστε κατά κάποιον τρόπο αδιάφοροι στην αίσθηση της αδιαφορίας μας. Καθώς δεν αντιλαμβανόμαστε το γεγονός ότι υποφέρουμε, δεν ζητάμε βοήθεια ή / και δεν κάνουμε τίποτε για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας.
Από τη θλίψη στην ψυχική εξουθένωση
Οταν ξεκίνησε η πανδημία ήμασταν όλοι σε κατάσταση σοκ και ταυτόχρονα το στρες μάς είχε βάλει στην αρχέγονη διαδικασία «πάλης ή φυγής», που ενεργοποιείται όταν νιώθουμε ότι κινδυνεύουμε. Οσο περνούσε ο καιρός ενημερωθήκαμε, καταλάβαμε, μάθαμε αρκετά για τον ιό και βρήκαμε έναν τρόπο να ζούμε υπό το κράτος του φόβου του.
Σιγά-σιγά σταματήσαμε να αγωνιούμε και αρχίσαμε να κουραζόμαστε ώσπου φτάσαμε στο σημείο της ψυχικής εξουθένωσης.
Οι ψυχολόγοι θεωρούν γενικά ότι όταν ονομάζουμε ένα συναίσθημα μπορούμε να το διαχειριστούμε καλύτερα. Ενα από τα πιο δημοφιλή συναισθήματα πέρυσι ήταν η θλίψη, που περιέγραφε το γεγονός ότι πενθούσαμε όχι μόνο τις ζωές που χάνονταν αλλά και την κανονικότητα που εξέλειπε από την καθημερινότητά μας.
Μπορεί να μην είχαμε ξαναζήσει μια πανδημία, είχαμε όμως ξαναβιώσει τη θλίψη και το πένθος, και αυτή και μόνο η ονομασία του συναισθήματος ήταν ίσως αρκετή για να βρούμε τα κατάλληλα «εργαλεία» μέσα μας ώστε να το αντιμετωπίσουμε. Ισως και με το να ονομάζουμε το τωρινό μας συναίσθημα, που δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς να το αντιμετωπίσουμε, να μας βοηθήσει.
Go with the flow
Κάποιοι ψυχολόγοι θεωρούν ότι η απάντηση στο πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που περνάμε αυτή την περίοδο βρίσκεται στην εμπειρία της ροής.
Πρόκειται για το «go with the flow» που στο πλαίσιο της ψυχολογικής θεωρίας που υποστηρίζει ο ψυχολόγος Mihaly Csikszentmihaly περιγράφει μια διανοητική κατάσταση, απόλυτης συνειδητοποίησης και εστίασης, όπου ασχολούμαστε ουσιαστικά με μια δραστηριότητα (π.χ. ένα σπορ, την εργασία μας, ένα χόμπι, κάτι που επιλέγουμε ως διασκέδαση κ.ά.) κατά τη διάρκεια της οποίας βιώνουμε βαθιά ευχαρίστηση, δημιουργικότητα και μια απόλυτη εμπλοκή με τη ζωή.
Βέβαια για να μπούμε στη ροή θα πρέπει να μπορούμε να συγκεντρωθούμε και να αποφύγουμε όλους τους περισπασμούς, οι οποίοι ήταν πολλοί πριν από την πανδημία και τώρα, που είμαστε όλο και περισσότερο σπίτι μαζί με όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς μας, έχουν αυξηθεί.
Η αποφυγή των περισπασμών είναι απαραίτητη γιατί πρόκειται για μια κατάσταση όπου χάνουμε κάθε αίσθηση του εαυτού και συγκεντρωνόμαστε απόλυτα σε αυτό που μας συμβαίνει. Κατά κάποιον τρόπο δίνουμε και κερδίζουμε μικρές μάχες ενάντια στον εαυτό μας ή εναντίον του κακού μας εαυτού, στην ουσία όμως για τον εαυτό μας και για το καλό του.
Μέσω της πειθαρχημένης συγκέντρωσης, παρατηρούμε ότι αυτοβελτιωνόμαστε. Αλλωστε όταν καταφέρνουμε να συγκεντρωθούμε προοδεύουμε, και η πρόοδος είναι ένα βήμα προς την ευτυχία.