Αισιόδοξα αποτελέσματα σχετικά με τη δυνατότητα του κοροναϊού να ενσωματώνεται στα κύτταρά μας και να προκαλεί σοβαρότερες ασθένειες από αυτήν που ήδη γνωρίζουμε ότι προκαλεί μέχρι σήμερα, προκύπτουν από νεότερη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Cell.
Σε αντίθεση με προηγούμενες εκτιμήσεις, η τρέχουσα μελέτη δεν επιβεβαίωσε την ενσωμάτωση του ιού στο γενετικό μας κώδικα, παρα το γεγονός ότι υπάρχει η σχετική δυνατότητα, όπως συμβαίνει με άλλους RNA ιούς, όπως αυτός του AIDS ή του Epstein Barr.
Το γεγονός ότι ο ιός δεν ενσωματώνεται, μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε ότι εάν προσβληθούμε από αυτόν, δεν έχουμε λόγο να περιμένουμε να συνεχίσει να ανιχνεύεται στο σώμα μας και μετά την αποθεραπεία μας, όπως επίσης δεν έχουμε λόγο να φοβόμαστε για πιθανή ογκογένεση μακροπρόθεσμα.
Τα θετικά αποτελέσματα έρχονται από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας, όπου ο Νέιθαν Σμίτς από το Ινστιτούτο Ερευνών Μάτερ και ο επικεφαλής καθηγητής Τζέφρι Φόκνερ προχώρησαν σε αλληλούχιση του γονιδιώματος κυττάρων που είχαν προσβληθεί από κοροναϊό, και δεν διαπίστωσαν στοιχεία ενσωμάτωσης σε κανένα δείγμα της μελέτης τους. Παρόλα αυτά, διαπίστωσαν ότι ο ιός καταλαμβάνει τον μηχανισμό με τον οποίο θα μπορούσε να ενσωματωθεί στο DNA των κυττάρων που προσβάλλει.
Όπως σημειώνεται στη σχετική μελέτη, ο νέος κοροναϊός, δεν αναμένεται να ενσωματώνεται στο DNA στη διάρκεια του κύκλου ζωής του, καθώς δεν κωδικοποιεί την αντίστροφη μεταγραφάση. Αυτή η υπόθεση είναι καθοριστικής σημασίας για την ακρίβεια της διάγνωσης και των δυνατοτήτων για μακροπρόθεσμες επιπτώσεις από τη λοίμωξη με κοροναϊό, όπως έχουμε δει από άλλους ιούς, για παράδειγμα ο HIV / AIDS ή ο ιός της ηπατίτιδας Β.
Στην μελέτη επισημαίνεται προηγούμενη κινεζική μελέτη που αναφέρει πιθανά δεδομένα ενσωμάτωσης με πειραματικά δεδομένα από δοκιμαστικό σωλήνα ή «ζωντανά» (in vitro και in vivo, αντίστοιχα), που δείχνουν ότι οι ιοί RNA μπορούν να λειτουργήσουν σαν πρότυπα αντίστροφης μεταγραφάσης.
Στη συνέχεια αναλύεται η δυνατότητα ενσωμάτωσης μέσω του μηχανισμού ο οποίος παραμένει υπαρκτός, όμως παρατηρεί ότι στην προηγούμενη μελέτη, οι Κινέζοι ερευνητές προκάλεσαν υπερέκφραση του μηχανισμού ενσωμάτωσης L1, και ερμηνεύτηκαν ως απόδειξη της ενσωμάτωσης.
Οι Αυστραλοί ερευνητές προχώρησαν χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία με τους Κινέζους, ελέγχοντας περαιτέρω τα προσβεβλημένα με κοροναϊό κύτταρα, και ακολουθώντας πλήρη γονιδιακή αλληλούχισή τους, δεν εντόπισαν γονιδιακή ενσωμάτωση του SARS-CoV-2.