Ο ρόλος των νέων στην πανδημία, τίθεται στο επίκεντρο του προβληματισμού των επιστημόνων, μετά το αυξανόμενο ποσοστό μολύνσεων μεταξύ των νέων που δεν έχουν εμβολιαστεί σε χώρες με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη
Σε πρόσφατη μελέτη με τίτλο: «Θα αποτελέσει η πανδημία COVID-19 νόσημα για νέους» που δημοσιεύεται στο περιοδικό nature γίνεται ανασκόπηση αν η νόσος θα προσβάλει άτομα νεαρότερης ηλικίας.
To Ισραήλ ήταν από τις πρώτες χώρες που έκανε σύσταση για εμβολιασμό κατά του COVID-19 σε άτομα ηλικίας 12–15, μια απόφαση που ελήφθη ως απάντηση στο ολοένα αυξανόμενο ποσοστό νέων μολύνσεων σε νεαρότερες ηλικιακές ομάδες.
Η ταχεία εμβολιαστική εκστρατεία στο Ισραήλ – όπου η εμβολιαστική κάλυψη αγγίζει ποσοστό μεγαλύτερο από το 85% των ενηλίκων – έδειξε ότι ο ημερήσιος αριθμός κρουσμάτων μειώθηκε σε περίπου δώδεκα περιστατικά στις αρχές Ιουνίου.
Αργότερα τον ίδιο μήνα, τα περιστατικά άρχισαν να αυξάνονται σε περισσότερα από 100 την ημέρα, κυρίως σε άτομα κάτω των 16 ετών, οδηγώντας την κυβέρνηση να επιτρέψει τους εμβολιασμούς σε όλους τους εφήβους.
Το νεαρότερο ηλικιακό προφίλ των κρουσμάτων δεν προκαλεί έκπληξη, αναφέρει ο Ran Balicer, επιδημιολόγος στο Clalit Health Services, του Ισραήλ. Ωστόσο, υπογραμμίζει την πιθανότητα ότι τα επόμενα κύματα πιθανόν να πυροδοτηθούν από νεαρότερες ηλικιακές ομάδες, ειδικά παρουσία νέων πιο μεταδοτικών μεταλλαγμένων στελεχών.
«Η νόσος των ανεμβολίαστων που είναι κυρίως νέοι»
Παρόμοια τάση εμφανίζεται παγκόσμια και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προς το παρόν ως «η νόσος των ανεμβολίαστων που είναι κυρίως νέοι», δηλώνει ο Joshua Goldstein, δημογράφος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Μπέρκλεϋ. Αυτή η αλλαγή συμβαίνει σε πολλές χώρες όπου προτεραιότητα εμβολιασμού δόθηκε στους ηλικιωμένους και οι υπόλοιποι ενήλικες τώρα προσεγγίζουν υψηλά επίπεδα εμβολιαστικής κάλυψης.
Η μετατόπιση σε νεότερες ηλικίες έχει αυξήσει το ενδιαφέρον για μελέτες που αφορούν τη μετάδοση και τη πρόγνωση της νόσου σε νεότερες ηλικιακές ομάδες.
Για τη λήψη καλύτερων πολιτικών αποφάσεων, «γίνεται όλο και πιο σημαντικό να κατανοήσουμε τη σοβαρότητα της νόσου σε παιδιά και εφήβους», δηλώνει η Karin Magnusson, επιδημιολόγος στο νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας του Όσλο.
H Dr. Magnusson μελέτησε τις επιπτώσεις του COVID-19 στα παιδιά της Νορβηγίας και ανέφερε ότι παρόλο που τα παιδιά δεν χρειάζονται ιατρική φροντίδα, χρειάστηκε να επισκεφθούν επανειλημμένα το γιατρό τους για διάστημα έως και έξι μήνες μετά τη μετάδοση του ιού.
Το μεταβαλλόμενο πεδίο αναφορικά με τις μεταδόσεις του κορωνοϊού έχει επίσης τροφοδοτήσει συζητήσεις σχετικά με την επέκταση προληπτικών μέτρων υγείας, όπως η χρήση μάσκας σε εφήβους και παιδιά στο Ισραήλ, αναφέρει ο Dr. Balicer. «Καθώς ο κίνδυνος των μολύνσεων μετατοπίζεται προς τους νέους, τα επιχειρήματα υπέρ του εμβολιασμού των εφήβων θα γίνουν όλο και πιο ισχυρά», αναφέρει ο Nick Bundle, επιδημιολόγος στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων στη Στοκχόλμη.
Ωστόσο, ο συνολικός κίνδυνος σοβαρής νόσου στα παιδιά παραμένει χαμηλός και σε πολλές χώρες που έχει παρατηρηθεί αύξηση στο ποσοστό των κρουσμάτων σε νεαρές ηλικίες, ο συνολικός αριθμός των κρουσμάτων έχει μειωθεί. Επίσης θα πρέπει να αναλογιστούμε όχι μόνο την τοπική κατάσταση αλλά την παγκόσμια εικόνα. «Είναι καλύτερο να χορηγούμε το εμβόλιο σε παιδιά στον αναπτυγμένο κόσμο παρά σε ηλικιωμένους [στον αναπτυσσόμενο κόσμο] όπου μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερο αποτέλεσμα στην προστασία της ανθρώπινης ζωής;» λέει η Jennie Lavine, από το Πανεπιστήμιο Emory της Ατλάντα της Γεωργίας.
Βραχεία διάρκεια
Η μετατόπιση των μολύνσεων σε νεαρότερες ηλικίες σε χώρες με υψηλά ποσοστά εμβολιασμού COVID-19 αποτελεί ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, αλλά πιθανόν θα έχει βραχεία διάρκεια.
Μερικές παράμετροι μπορεί να αναστρέψουν αυτήν την εικόνα, αναφέρει ο Henrik Salje, επιδημιολόγος λοιμωδών νόσων στο Πανεπιστήμιο του Cambridge του Ηνωμένου Βασιλείου. Πολλές χώρες έχουν αρχίσει να εμβολιάζουν νεαρότερα άτομα – όπως ήδη γίνεται στο Ισραήλ και στις Ηνωμένες Πολιτείες – που σε συνδυασμό με νέα μεταλλαγμένα στελέχη και την πιθανή εξασθένιση της ανοσίας μεταξύ των ηλικιωμένων ομάδων θα μπορούσε να τους καταστήσει ξανά ευαίσθητους στον ιό.
Σημειώνεται ότι η βιβλιογραφία ανασκοπείται από τους Καθηγητές της Ιατρικής του ΕΚΠΑ Δημήτριο Παρασκευή (Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής) και Θάνο Δημόπουλο (Πρύτανης ΕΚΠΑ).