Όταν ακούμε ουσιαστικά τα παιδιά μας, τους δείχνουμε την ενσυναίσθησή μας, τους περνάμε το μήνυμα ότι οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους έχουν σημασία, καθώς και ότι είναι κατανοητά και αποδεκτά. Η ουσιαστική, ενεργή ακρόαση απαιτεί σκληρή δουλειά από την πλευρά μας, όμως σίγουρα αξίζει την προσπάθεια, αφού έτσι θα ενισχύσουμε την αυτοεκτίμηση των παιδιών μας. Παράλληλα, όταν τα παιδιά μας καταλαβαίνουν ότι τους δίνουμε προσοχή, είναι πιο πιθανό να μας εμπιστευτούν όταν θα έχει περισσότερο σημασία.
Επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο που δείχνουμε πώς να γίνουν και τα ίδια καλοί ακροατές – μια δεξιότητα που θα τους φανεί ιδιαίτερη χρήσιμη στη μετέπειτα ζωή τους.
Πώς θα μάθουμε να ακούμε ουσιαστικά το παιδί;
Σταματάμε ό,τι κάνουμε
Κλείνουμε, για παράδειγμα, τον υπολογιστή και στρέφουμε την προσοχή μας στο παιδί. Καλό θα ήταν μάλιστα να καθίσουμε έτσι ώστε το πρόσωπό μας να είναι στην ίδια ευθεία με το πρόσωπο του παιδιού. Έτσι, θα δείξουμε στο παιδί ότι έχουμε χρόνο για αυτό και ότι είναι σημαντικό για εμάς.
Δεν βιαζόμαστε να απαντήσουμε
Όταν το παιδί μάς λέει μια ιστορία, δεν χρειάζεται πάντα να σχεδιάζουμε αμέσως την απάντησή μας ή να μπαίνουμε σε λειτουργία επίλυσης προβλημάτων. Μερικές φορές αρκεί απλώς να ακούμε προσεκτικά αυτό που θέλει να μοιραστεί μαζί μας.
Αναγνωρίζουμε τα συναισθήματά του
Η αναγνώριση των συναισθημάτων του παιδιού μπορεί να έχει τη μορφή σύντομων παρεμβολών (π.χ. «Τι διασκεδαστικό!) ή μια μεγαλύτερη περίληψη («Δεν κάθισε κοντά σου, παρόλο που σου ζήτησε να του κρατήσεις μια θέση. Αυτό πρέπει να σε πλήγωσε»).
Με τα μικρά παιδιά, η ενεργή ακρόαση είναι τόσο απλή όσο η αναγνώριση του συναισθήματός τους: «Είσαι πραγματικά νευριασμένος!» ή «Είσαι τόσο λυπημένος!». Όταν ονομάζουμε με ακρίβεια και έμφαση αυτό που αισθάνεται κάποιος, τον βοηθάμε να ηρεμήσει.
Κάνουμε ερωτήσεις
Καθώς διατυπώνουμε ερωτήσεις, διαπιστώνουμε σε τι είδους σχόλια ελπίζει το παιδί. Το θεμελιώδες ερώτημα που πρέπει να θέσουμε όταν το παιδί αισθάνεται αναστατωμένο είναι: «Θέλεις τη βοήθειά μου ή απλά θες να το βγάλεις από μέσα σου;» (Σε ένα μικρό παιδί, μπορούμε να πούμε, «Θέλεις τη βοήθειά μου ή θέλεις απλώς να εκφράσεις τα συναισθήματά σου;») Επίσης σημαντικό είναι να βεβαιωθούμε ότι καταλαβαίνουμε τι ακριβώς λέει το παιδί και να διευκρινίσουμε τυχόν «θολά» σημεία.
Οι καλοί ακροατές κάνουν καλές ερωτήσεις. Αλλά δεν πρέπει να είναι ερωτήσεις που καλύπτουν την προσπάθειά μας να συμβουλεύσουμε, να πείσουμε ή να διορθώσουμε το άλλο άτομο. Φροντίζουμε, δηλαδή, να κάνουμε ειλικρινείς ερωτήσεις.
Παρατηρούμε τη γλώσσα του σώματος
Αυτό σημαίνει να ακούμε με τα αυτιά μας, αλλά και με τα μάτια, τον εγκέφαλό μας και την καρδιά μας. Η ακρόαση απαιτεί παρουσία. Πρέπει να συντονιστούμε, όχι μόνο στα λεκτικά πράγματα αλλά και στα μη λεκτικά πράγματα. Όταν χρησιμοποιούμε τα κινητά μας, μπορεί να ακούσουμε μόνο τις λέξεις. Εάν το παιδί μάς λέει κάτι και παρατηρήσουμε ότι οι λέξεις δεν ταιριάζουν με το συναίσθημα που παίρνουμε, προχωράμε και ρωτάμε για αυτό – ή προσφέρουμε τη διακριτική υποστήριξή μας. Στο τρομοκρατημένο παιδί που λέει: «Ήταν αστείο όταν μου γάβγισε ο σκύλος, έτσι;», μπορούμε να πούμε κάτι σαν: «Αστείο, και ίσως κάπως τρομακτικό. Έλα να κάτσεις στην αγκαλιά μου. Ας διαβάσουμε ένα βιβλίο.»