Ο Charlie Porter ήταν ανέκαθεν ένας παθιασμένος αναγνώστης της «γλώσσας» των ενδυμάτων.
Τώρα, ο 47χρονος κριτικός μόδας, με θητεία στον Guardian, στο GQ και στους Financial Times όπου ήταν κριτικός ανδρικής μόδας έως το 2018, εξέδωσε βιβλίο στον οίκο Penguin Books – μάλιστα, στη με μεγάλη επίδραση σειρά που καθιέρωσε ο σπουδαίος John Berger – με τίτλο «Τι Φορούν οι Καλλιτέχνες».
Γιατί όμως επέλεξε τους καλλιτέχνες;
«Οι καλλιτέχνες έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να έχουν μια βαθύτερη κατανόηση των ενδυμάτων» δηλώνει, μιλώντας στον Guardian.
«Ο περισσότερος κόσμος πρέπει να ντύνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο – ή πιστεύουμε ότι πρέπει. Τις ώρες της δουλειάς, δεν είμαστε σε πραγματική επικοινωνία με τα ενδύματά μας.
Μπορεί ακόμα να έχουμε και αρνητικά συναισθήματα απέναντι σε αυτά: μπορεί να μισούμε τη δουλειά μας, μπορεί να νιώθουμε περιορισμένοι. Οι καλλιτέχνες είναι μια καλή μελέτη περίπτωσης επειδή, μόνοι στο στούντιο, είναι ελεύθεροι από αυτές τις εξωτερικές δυνάμεις».
Σύμφωνα με το ΑΠΕ ο ίδιος επισημαίνει ότι στο ρεπορτάζ μόδας, η βιομηχανία μόδας θέτει τεχνητά όρια· όσοι ασχολούνται με αυτό το ρεπορτάζ έχουν αναγκαστικά εμμονή με τις τάσεις.
Για τον Porter, η γκαρνταρόμπα των περισσότερων έχει πιο πολύ να κάνει με τον συναισθηματικό κόσμο τους παρά με μια ατέλειωτη αναζήτηση για το καινούργιο:
«Κάποια ενδύματα είναι χρηστικά. Κάποια αφορούν τον συναισθηματικό κόσμο. Κάποια έχουν να κάνουν με την κοινότητα στην οποία ανήκει ο κάτοχός τους ή την κοινότητα στην οποία θέλει να ανήκει. Έχω την ελπίδα ότι το βιβλίο μου μιλά γι’ αυτά. Δεν ενδιαφέρεται για λίστες των καλύτερα ντυμένων ή για τις λεγόμενες εμβληματικές φιγούρες, αν και πολλοί καλλιτέχνες στο βιβλίο μου είναι διάσημοι».
Και είναι: η Frida Kahlo, ο Andy Warhol, η Louise Bourgeois, ο Jean-Michel Basquiat, ο Joseph Beuys, ο Bacon και άλλοι.
«Τα ενδύματα είναι πληροφορία. Η στολή ενός αστυνομικού σού λέει το τι αυτός κάνει. Αν αισθάνεσαι απειλή ή ότι είσαι εκτός τόπου, συχνά είναι τα ενδύματα που σου δίνουν αυτή την αίσθηση πρώτα» δηλώνει ο ίδιος ενώ παράλληλα τονίζει:
«Το να γράφεις για μόδα συχνά το θεωρούν ανοησία· και καμιά φορά είναι. Αλλά πάντα πίστευα ότι ήταν ένας τρόπος να γράφεις και για άλλα πράγματα επίσης: την οικονομία, τη ψυχολογία, την κοινωνία, την επικοινωνία, την επιθυμία».