Νέα έρευνα αναδεικνύει τον κίνδυνο που ενέχει μια συγκεκριμένη διατροφή για τη γονιμότητα των ανδρών από την παιδική ηλικία. Τα πρόσφατα ευρήματα, επισημαίνουν την ανάγκη πρόληψης και αντιμετώπισης της παιδική παχυσαρκίας.
Μια διατροφή υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά κατά την παιδική ηλικία μπορεί να επηρεάσει το σπέρμα και κατ’ επέκταση τη γονιμότητα, ισχυρίζεται πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύεται στο American Journal of Physiology-Endocrinology and Metabolism.
Πρόκειται για μια πρωτοποριακή μελέτη στον συγκεκριμένο ερευνητικό πεδίο, η οποία πέραν της επίδρασης της διατροφής στην παιδική ηλικία, εξέτασε και το πιθανό αποτέλεσμα που θα είχε η αλλαγή του διατροφικού μοτίβου.
Βασικό ερώτημα των ειδικών ήταν το πώς το υπερβολικό βάρος και ο διαβήτης τύπου 2 που σχετίζονται με την παχυσαρκία, μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα του σπέρματος και τη γονιμότητα στους άνδρες. Άλλωστε, η παχυσαρκία και ιδίως η παιδική έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις και αυξάνεται εκθετικά.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα επίπεδα λίπους και ο μεταβολισμός του λίπους στους όρχεις διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της φυσιολογικής δομής και ανάπτυξης των σπερματοζωαρίων. Η λειτουργία των μιτοχονδρίων -ενεργειακά κέντρα των κυττάρων- και οι μηχανισμοί αντιοξειδωτικής άμυνας παρέχουν την ενέργεια για την παραγωγή σπέρματος με φυσιολογική κινητικότητα.
Πώς δούλεψαν οι επιστήμονες
Οι ερευνητές χώρισαν τα πειραματόζωα (αρσενικά ποντίκια) σε δύο ομάδες: στη μια ομάδα από ποντίκια που είχαν μόλις απογαλακτιστεί δόθηκε μια διατροφή πλούσια σε λιπαρά, ενώ στην άλλη ομάδα η ίδια διατροφή για δύο μήνες πριν από τη μετάβαση σε μια τυπική διατροφή. Και οι δύο ομάδες συγκρίθηκαν με μια τρίτη ομάδα ελέγχου που ακολουθούσε μια τυπική δίαιτα. Τέσσερις μήνες μετά, όλα τα ποντίκια ζευγάρωσαν με τυχαία θηλυκά ποντίκια ίδιας ηλικίας. Η ερευνητική ομάδα παρατήρησε το ποσοστό αναπαραγωγικής επιτυχίας και των γεννήσεων. Μετά από επιπλέον δέκα εβδομάδες, μέτρησαν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, της ινσουλίνης και της αναπαραγωγικής ορμόνης στα αρσενικά ποντίκια. Ανέλυσαν επίσης το σπέρμα για παράγοντες που περιελάμβαναν τη συνολική συγκέντρωση σπέρματος στους όρχεις, τα επίπεδα λίπους, τη μιτοχονδριακή δραστηριότητα, τη βιωσιμότητα, την κινητικότητα και τη μορφολογία του σπέρματος.
Καθώς διαπιστώθηκε, η διατροφή δεν επηρέασε τα επίπεδα ορμονών ενώ η μείωση των λιπαρών μείωσε τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ωστόσο, η υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά διατροφή επηρέασε αρνητικά τον μεταβολισμό του λίπους, προκάλεσε συσσώρευση λιπαρών οξέων και μειωμένη λειτουργία του αντιοξειδωτικού αμυντικού συστήματος στους όρχεις που δεν επιδιορθώθηκε με τη μεταστροφή σε μια τυπική δίαιτα. Τέτοιες μεταβολές μπορούν να οδηγήσουν σε φλεγμονή και μεταβολικές αλλαγές που σχετίζονται με μακροχρόνιες ατέλειες στο σπέρμα.
Όπως συμπλήρωσαν οι ερευνητές, τα ποντίκια που άλλαξαν διατροφικό μοντέλο παρουσίασαν κάποια σημάδια λιπόλυσης (η διαδικασία διάσπασης τους λίπους στο σώμα), η οποία αν και αποτέλεσε μια βελτίωση, δεν ήταν επαρκής για τη διόρθωση του σπέρματος.