Οι μεσήλικες άνθρωποι που αφιερώνουν μέτριο έως πολύ χρόνο για να βλέπουν τηλεόραση έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν μεγαλύτερη έκπτωση γνωστικών λειτουργιών και μικρότερο όγκο φαιάς ουσίας του εγκεφάλου αργότερα στη ζωή τους, δείχνουν τρεις νέες αμερικανικές επιστημονικές μελέτες, οι οποίες παρουσιάστηκαν σε -διαδικτυακό λόγω κοροναϊού- ιατρικό συνέδριο της αμερικανικής American Heart Αssociation.

Οι γνωστικές λειτουργίες περιλαμβάνουν τη μνήμη, τη νόηση, την επικοινωνία, την επίλυση προβλημάτων κ.α. Ή έκπτωση των λειτουργιών αυτών ορισμένες φορές θεωρείται πρόδρομος της άνοιας. Κάθε χρόνο περισσότερα από επτά εκατομμύρια νέα περιστατικά άνοιας διαγιγνώσκονται παγκοσμίως και έως το 2050 οι περιπτώσεις άνοιας αναμένεται να έχουν αυξηθεί κατά 116% στις ανεπτυγμένες χώρες και κατά 264% στις υπό ανάπτυξη.

Δεν έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής φάρμακα που να θεραπεύουν ή να σταματούν την άνοια. Εκτιμάται ότι σχεδόν το 40% των περιστατικών άνοιας διεθνώς θα μπορούσαν να αποφευχθούν ή έστω να καθυστερήσουν, αν οι άνθρωποι έκαναν αλλαγές στον τρόπο της ζωής τους, όπως περισσότερη σωματική άσκηση. Οι νέες μελέτες εστιάστηκαν στην επίπτωση της καθιστικής ζωής και ειδικότερα της παρακολούθησης τηλεόρασης στην υγεία του νου και του εγκεφάλου.

Τι δείχνουν οι έρευνες

Η πρώτη έρευνα, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια επιδημιολογίας Πρίγια Πάλτα του Ιατρικού Κολλεγίου του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, έγινε σε 10.700 άτομα με μέση ηλικία 59 ετών, οι οποίοι ρωτήθηκαν για τις συνήθειες τους σε σχέση με την τηλεόραση σε βάθος χρόνου και παράλληλα υποβλήθηκαν σε τεστ μνήμης και νόησης.

Διαπιστώθηκε ότι, σε σχέση με όσους έβλεπαν τηλεόραση σπάνια ή καθόλου, όσοι παρακολουθούσαν μέτρια, συχνά ή πολύ συχνά, είχαν κατά μέσο όρο περίπου 7% μεγαλύτερη έκπτωση γνωστικών λειτουργιών σε μια περίοδο 15 ετών. Από την άλλη πάντως, η πολύ συχνή παρακολούθηση τηλεόρασης δεν φάνηκε να σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο για άνοια.

Η δεύτερη έρευνα, με επικεφαλής την καθηγήτρια επιδημιολογίας Κέλι Πέτι Γκάμπριελ του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, έγινε σε 1.601 άτομα με μέση ηλικία 76 ετών. Χρησιμοποιώντας μαγνητικές τομογραφίες, οι επιστήμονες συσχέτισαν τον όγκο της φαιάς ουσίας και άλλων περιοχών του εγκεφάλου με το χρόνο παρακολούθησης τηλεόρασης.

Η φαιά ουσία είναι ο πιο σκούρος εγκεφαλικός ιστός, που εμπλέκεται στον μυικό έλεγχο, στην όραση και ακοή, στη λήψη αποφάσεων και σε άλλες σημαντικές εγκεφαλικές λειτουργίες. Όσο περισσότερη φαιά ουσία έχει ο εγκέφαλος, τόσο καλύτερη θεωρείται η γνωστική λειτουργία του. Η μελέτη βρήκε ότι, σε σχέση με όσους βλέπουν τηλεόραση σπάνια ή ποτέ, όσοι παρακολουθούν μέτρια έως πολύ στη διάρκεια της μέσης ηλικίας, έχουν μικρότερο όγκο μετά από δέκα χρόνια, πράγμα που υποδηλώνει μεγαλύτερη ατροφία του εγκεφάλου.

Η τρίτη μελέτη, με επικεφαλής τον επιδημιολόγο Ράιαν Ντόχερτι της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς της Βαλτιμόρης, έγινε σε 500 άτομα με ηλικία 30 έως 50 ετών. Η έρευνα επιβεβαίωσε ότι η συχνότερη παρακολούθηση τηλεόρασης στην αρχή της μέσης ηλικίας σχετίζεται με μικρότερο όγκο φαιάς ουσίας του εγκεφάλου αργότερα. Υπολογίστηκε ότι για κάθε μία ώρα έξτρα χρόνου μπροστά από την τηλεόραση καθημερινά, υπήρχε μια μείωση της τάξης περίπου του 0,5% στη φαιά ουσία.

«Οι έρευνες είναι πολύ επίκαιρες και σημαντικές εν μέσω της τρέχουσας πανδημίας Covid-19, επειδή γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι περνάνε περισσότερο χρόνο σε καθιστικές συμπεριφορές όπως η παρακολούθηση τηλεόρασης. Πρόκειται για μια μορφή καθιστικής συμπεριφοράς που είναι εύκολο να τροποποιηθεί και αυτό θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά τη διατήρηση και τη βελτίωση της υγείας του εγκεφάλου», δήλωσε ο πρόεδρος της American Heart Association καθηγητής νευρολογίας και επιδημιολογίας Μίτσελ Έλκιντ του Πανεπιστημίου Κολούμπια.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ