Mετά από έναν και πλέον πανδημικό χρόνο έχει καταστεί σαφές ότι πολλοί άνθρωποι που επιβιώνουν από την COVID-19 – ακόμη και αν είχαν εμφανίσει ήπια νόσο – συνεχίζουν να παρουσιάζουν πολλά και διαφορετικά προβλήματα υγείας για μεγάλο διάστημα.
Η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα μελέτη σχετικά με τη μακρά COVID-19 που διεξήχθη από ειδικούς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σεντ Λούις και η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature» έδειξε ότι ότι οι επιβιώσαντες από τη νόσο που προκαλεί ο SARS-CoV-2, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που δεν είχαν νοσήσει τόσο βαριά ώστε να χρειαστούν νοσηλεία, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου το εξάμηνο μετά τη θετική διάγνωσή τους για τον ιό SARS-CoV-2.
Οι ερευνητές δημιούργησαν επίσης έναν κατάλογο των ασθενειών που συνδέονται με τη μακρά COVID-19 παρέχοντας μια καλή εικόνα των μακροπρόθεσμων επιπλοκών που σχετίζονται με τον νέο κορωνοϊό και αποκαλύπτοντας το τεράστιο κόστος για την υγεία του παγκόσμιου πληθυσμού που θα σημάνει η COVID-19 στα χρόνια που έρχονται.
Μακρά COVID-19, η επόμενη μεγάλη κρίση δημόσιας υγείας
Η μελέτη που βασίστηκε σε μια ομοσπονδιακή βάση δεδομένων των ΗΠΑ περιέλαβε περισσότερους από 87.000 ασθενείς με COVID-19 καθώς και σχεδόν 5 εκατομμύρια άτομα που δεν είχαν νοσήσει με τον νέο κορωνοϊό.
«Η μελέτη μας έδειξε ότι ως και έξι μήνες μετά τη διάγνωση, ο κίνδυνος θανάτου ακόμη και για τα άτομα που νόσησαν ήπια δεν είναι αμελητέος και αυξάνεται όσο αυξάνεται και η βαρύτητα της νόσου» ανέφερε ο Ζιγιάντ Αλ-Αλι, επίκουρος καθηγητής Ιατρικής και προσέθεσε: «Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η μακρά COVID-19 θα αποτελέσει την επόμενη μεγάλη κρίση δημόσιας υγείας. Οι επιπτώσεις της θα είναι εμφανείς επί πολλά έτη, ακόμη και δεκαετίες. Οι γιατροί πρέπει να έχουν τεταμένη την προσοχή τους ώστε να αξιολογούν σωστά τα άτομα που είχαν νοσήσει με COVID-19».
60% αυξημένος κίνδυνος θανάτου
Οι ερευνητές έδειξαν ότι μετά την επιβίωση από την αρχική λοίμωξη (μετά από τις 30 ημέρες νόσησης), οι επιβιώσαντες από την COVID-19 αντιμετώπιζαν σχεδόν 60% αυξημένο κίνδυνο θανάτου για τους επόμενους έξι μήνες σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Στους έξι μήνες από τη νόσηση, οι επιπλέον θάνατοι μεταξύ των ατόμων που είχαν περάσει COVID-19 εκτιμήθηκαν στους οκτώ ανά 1.000 ασθενείς.
Μεταξύ δε των ασθενών που είχαν νοσήσει βαριά με COVID-19 και χρειάστηκε να νοσηλευθούν αλλά επιβίωσαν, κατεγράφησαν 29 επιπλέον θάνατοι ανά 1.000 ασθενείς μέσα στο εξάμηνο από τη νόσηση.
«Αυτοί οι μεταγενέστεροι θάνατοι εξαιτίας μακροπρόθεσμων επιπλοκών της αρχικής λοίμωξης δεν καταγράφονται απαραιτήτως ως θάνατοι εξαιτίας της COVID-19» σημείωσε ο καθηγητής Αλ-Αλι. «Ετσι σε ό,τι αφορά το συνολικό κόστος της πανδημίας σε ανθρώπινες ζωές, φαίνεται ότι οι θάνατοι που μετράμε αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου».
Ο κατάλογος των μακροπρόθεσμων προβλημάτων υγείας
Η νέα μελέτη επιβεβαίωσε πως παρότι ο νέος κορωνοϊός είναι ένας ιός που αρχικώς πλήττει το αναπνευστικό σύστημα, η μακρά COVID-19 μπορεί να «χτυπήσει» σχεδόν κάθε όργανο του σώματος. Αξιολογώντας 379 διαγνώσεις νόσων που πιθανώς συνδέονται με την COVID-19, 380 κατηγορίες φαρμάκων που συνταγογραφήθηκαν και 62 διαφορετικές εργαστηριακές εξετάσεις που διεξήχθησαν στους ασθενείς, οι ερευνητές δημιούργησαν μια λίστα σημαντικών προβλημάτων υγείας που συνέχιζαν να εμφανίζουν οι ασθενείς που είχαν μολυνθεί με τον νέο κορωνοϊό επί τουλάχιστον έξι μήνες μετά τη νόσηση.
Τα προβλήματα αυτά επιδρούσαν σχεδόν σε κάθε όργανο και σύστημα του σώματος συμπεριλαμβανομένων των:
Αναπνευστικό σύστημα: επίμονος βήχας, δύσπνοια και χαμηλά επίπεδα οξυγόνου στο αίμα.
Νευρικό σύστημα: εγκεφαλικό επεισόδιο, πονοκέφαλοι, προβλήματα μνήμης, αγευσία, ανοσμία.
Ψυχική υγεία: άγχος, κατάθλιψη, προβλήματα στον ύπνο και κατάχρηση ουσιών.
Μεταβολισμός: διαβήτης, παχυσαρκία και υψηλή χοληστερόλη.
Καρδιαγγειακό σύστημα: οξεία στεφανιαία νόσος,καρδιακή ανεπάρκεια, ταχυκαρδίες και ακανόνιστος καρδιακός παλμός.
Γαστρεντερικό σύστημα: δυσκοιλιότητα, διάρροια, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση.
Νεφροί: Οξύς τραυματισμός των νεφρών και χρόνια νεφροπάθεια η οποία σε σοβαρές περιπτώσεις μπορεί να απαιτεί αιμοκάθαρση.
Ρύθμιση πηκτικότητας του αίματος: Θρομβώσεις στα κάτω άκρα και στους πνεύμονες.
Δέρμα: Eξανθήματα και απώλεια μαλλιών.
Μυοσκελετικό σύστημα: πόνοι στις αρθρώσεις και μυϊκή αδυναμία.
Γενική υγεία: κακουχία, κόπωση, αναιμία.
Παρότι κανένας από τους επιβιώσαντες που μελετήθηκαν δεν εμφάνισε όλα αυτά τα προβλήματα σε συνδυασμό, πολλοί εμφάνισαν αρκετά και διαφορετικά τα οποία είχαν σημαντική επίδραση στην υγεία και στην ποιότητα της ζωής τους.
Η σύγκριση με τη γρίπη
Οι ερευνητές συνέκριναν και το κόστος για την υγεία της COVID-19 με εκείνο της γρίπης σε ασθενείς που είχαν νοσήσει βαριά και χρειάστηκαν νοσηλεία. Οπως προέκυψε, οι επιβιώσαντες από COVID-19 αντιμετώπιζαν 50% μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου σε σύγκριση με τους επιβιώσαντες από γρίπη, καθώς και σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο μακροπρόθεσμων προβλημάτων υγείας. «Η μακρά COVID-19 είναι κάτι πολύ περισσότερο από ένα τυπικό σύνδρομο μετά από μια ιογενή λοίμωξη. Το μέγεθος του κινδύνου θανάτου ή των μακροπρόθεσμων προβλημάτων υγείας είναι πολύ πιο σημαντικό από εκείνο που βλέπουμε σε ό,τι αφορά άλλους ιούς του αναπνευστικού όπως η γρίπη» τόνισε ο καθηγητής Αλ-Αλι.
Μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι για την υγεία ανάλογοι της βαρύτητας της αρχικής νόσησης
Επιπροσθέτως οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι κίνδυνοι για την υγεία μετά την επιβίωση από την COVID-19 αυξάνονταν σε συνάρτηση με τη βαρύτητα της αρχικής λοίμωξης. Τα άτομα που είχαν νοσηλευθεί και χρειάστηκε να εισαχθούν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας φάνηκε να αντιμετωπίζουν τον υψηλότερο κίνδυνο επιπλοκών και θανάτου εξαιτίας της μακράς COVID-19.
«Ορισμένα από τα μακροπρόθεσμα προβλήματα υγείας μπορεί να βελτιωθούν με την πάροδο του χρόνου – όπως για παράδειγμα η δύσπνοια και ο βήχας. Ορισμένα άλλα όμως μπορεί να επιδεινωθούν» είπε ο Αλ Αλι και κατέληξε: «Θα συνεχίσουμε να παρακολουθούμε αυτούς τους ασθενείς με στόχο να κατανοήσουμε την επίδραση του ιού μετά τους πρώτους έξι μήνες από τη νόσηση. Εχει περάσει λίγο περισσότερο από ένας χρόνος από την αρχή της πανδημίας, οπότε μπορεί να υπάρχουν επιπλοκές της μακράς COVID-19 που δεν είναι ακόμη ορατές».