Στην Ελλάδα, οι υπηρεσίες ψυχικής υγείας και άλλες σχετιζόμενες με αυτές υποστηρικτικές δομές, έχουν υποστεί σημαντικές αλλαγές λόγω περικοπών στον προϋπολογισμό τα τελευταία δέκα χρόνια.
Αυτές οι περικοπές της δημόσιας χρηματοδότησης οδήγησαν αρκετές υπηρεσίες να υπολειτουργούν, ενώ πολλά μη κερδοσκοπικά κέντρα κοινότητας ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων, μονάδες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης και πολύ εξειδικευμένα ιδρύματα, τέθηκαν σε αναστολή.
Ταυτόχρονα, ο αριθμός των κακοποιημένων ή παραμελημένων παιδιών που εισήχθησαν για προστασία σε παιδιατρικά νοσοκομεία αυξήθηκε δραματικά.
Στην παρούσα κατάσταση οι επιπτώσεις στην ψυχική υγεία της πανδημίας COVID-19 καθώς και τα επακόλουθα μέτρα απαγορεύσεων και περιορισμών, αναμένεται να πλήξουν τους πιο ευάλωτους. Αναμένεται επίσης ότι τα παιδιά και οι έφηβοι θα επηρεαστούν πολύ, λόγω της μακροχρόνιας αποχής από τη δια ζώσης εκπαίδευση.
Συνήθως, τα καταστροφικά συμβάντα μεγάλης κλίμακας συνοδεύονται από αυξήσεις στη μετατραυματική διαταραχή στρες (PTSD), κατάθλιψη, άγχος, διαταραχή χρήσης ουσιών, διαταραχές ύπνου, διαφόρων τύπων άλλων ψυχικών και συμπεριφορικών διαταραχών, ενδοοικογενειακή βία και παιδική κακοποίηση.
Σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη οι Γιατροί του Κόσμου μέσω του προγράμματος Open Minds 21 προωθούν την ψυχική υγεία και την ευεξία στην κοινότητα και έχουν ως στόχο την αντιμετώπιση των προβλημάτων ψυχικής υγείας των ευάλωτων πληθυσμών, τόσο μεταναστών και προσφύγων όσο και ημεδαπών που ζουν στην ανέχεια, παρέχοντάς τους πρόσβαση σε ψυχική και κοινωνική υποστήριξη και εξασφαλίζοντας ότι μπορούν να έχουν πρόσβαση στα βασικά ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Η «νέα πραγματικότητα»
Επιπλέον, καθώς προσπαθούμε να εξέλθουμε του απαγορευτικού και να βγούμε από το κέλυφος μας για να κατανοήσουμε τη «νέα πραγματικότητα», ανυπομονούμε να επανενωθούμε και να αγκαλιάσουμε τις οικογένειές μας, να επιστρέψουμε στους χώρους εργασίας μας και να επανασυνδεθούμε με φίλους σε κοινωνικά περιβάλλοντα. Αυτό ωστόσο μπορεί να μην είναι δυνατό για πολλούς αιτούντες άσυλο και πρόσφυγες.
Οι περισσότεροι δεν έχουν τις οικογένειές τους και τα ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα. Επιπλέον, οι αιτούντες άσυλο βρίσκονται σε αδράνεια καθώς δεν μπορούν να παρακολουθήσουν σπουδές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή δεν καταφέρνουν να εργαστούν και ενδέχεται να αντιμετωπίζουν μοναξιά – ή χειρότερα, άμεσες διακρίσεις στις νέες τους κοινότητες. Αυτό θέτει σε κίνδυνο τις προσδοκίες τους και θέτει σε κίνδυνο την αίσθηση του σκοπού τους, της ταυτότητάς τους και των κοινωνικών τους συνδέσεων με μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του J., ενός ενήλικα άνδρα με καταγωγή από το Καμερούν, ο οποίος τον τελευταίο χρόνο βίωσε την αύξηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης και αγχωδών εκδηλώσεων, εξαιτίας των απαγορευτικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Οι οργανώσεις καθώς και μια εκκλησία όπου πρόσφερε εθελοντικά τις υπηρεσίες του, αναγκάστηκαν είτε να αναστείλουν τις υπηρεσίες τους είτε να λειτουργήσουν με το απολύτως αναγκαίο προσωπικό. Επιπρόσθετα, η οργάνωση όπου παρείχε τα μαθήματα ελληνικών που παρακολουθούσε, αναγκάστηκε να προσφέρει την παράδοση των μαθημάτων μόνο διαδικτυακά. Εξαιτίας της έλλειψης σταθερού πλαισίου διαβίωσης δεν έχει πάντα πρόσβαση στο διαδίκτυο και η επαφή με τους συμμαθητές του ήταν διακεκομμένη.
Όλες αυτές οι αλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα να ενταθεί η αίσθηση μοναξιάς και να απομονωθεί ακόμα περισσότερο. Έτσι, το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει άλλες δράσεις μέσω διαδικτύου είχε μειωθεί καθώς δεν είχε αυτό που του έλειπε περισσότερο, την ανθρώπινη επαφή και την έμπρακτη αίσθηση προσφοράς και παραγωγικότητας. Μέσα από τις εβδομαδιαίες συνεδρίες του προγράμματος Open Minds 21, σε ένα κλίμα ασφάλειας και αποδοχής καταφέρνει να δημιουργήσει μια σχέση η οποία είναι ταυτόχρονα ανακουφιστική και συμπονετική ως προς τον εαυτό του.
Είναι αλήθεια, πως βρισκόμαστε μπρος σε ένα σύνθετο σταυροδρόμι παγκοσμίως. Εξακολουθούμε να περνάμε δύσκολες στιγμές μετά το ξέσπασμα του κοροναϊού και είναι πιθανό η συνέχεια να έχει ακόμα περισσότερες προκλήσεις. Σε αυτούς τους άνευ προηγουμένου καιρούς, υπάρχει μια καλή ευκαιρία να σκεφτούμε τι είδους κοινωνία θέλουμε να διαμορφώσουμε και να υιοθετήσουμε μια ενσυναισθητική προσέγγιση προσπαθώντας να κατανοήσουμε τη ζωή των αιτούντων άσυλο, των προσφύγων στις κοινότητές μας, των ευάλωτων συμπολιτών μας, αναρωτούμενοι «πώς θα ήταν αν έχανα τα πάντα και έπρεπε να ξεκινήσω από το μηδέν;»