Η περασμένη Κυριακή ήταν αφιερωμένη στην Παγκόσμια Ημέρα Νόσου Πάρκινσον, φέρνοντας στο προσκήνιο τη νευρολογική ασθένεια που προσβάλλει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους σε όλον τον κόσμο, προκαλώντας τους κινητικά, νοητικά και συμπεριφορικά προβλήματα. Μάλιστα, η Ημέρα απέκτησε ξεχωριστή σημασία εν μέσω της πανδημίας που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός. Η ανασφάλεια που τη συνοδεύει έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα στρεσογόνο περιβάλλον για τους ασθενείς, οι οποίοι συχνά βλέπουν τα συμπτώματά τους να επιδεινώνονται εξαιτίας του στρες.
Τα θετικά νέα, όπως σημειώνει ο νευρολόγος Παναγιώτης Ι. Ζήκος, υπεύθυνος του Ιατρείου Νόσου Πάρκινσον και Συναφών Διαταραχών του 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας, είναι ότι ο εμβολιασμός εναντίον του νέου κορωνοϊού μπορεί να τους προστατεύσει, καθώς δεν επηρεάζει την εξέλιξη της νόσου ούτε αλληλεπιδρά με τα φάρμακα για αυτήν.
Επιπλέον, οι πάσχοντες έχουν πολλούς λόγους να είναι αισιόδοξοι για το μέλλον. Οι εξελίξεις στην αντιμετώπιση της νόσου είναι ραγδαίες, οι έρευνες για αυτήν εντατικές και αναπτύσσονται νέοι τρόποι αξιολόγησης των συμπτωμάτων χωρίς καν να απαιτείται επίσκεψη στον γιατρό. Ο κ. Ζήκος εξηγεί ποιες είναι μερικές από τις κυριότερες εξελίξεις.
Οι ασθενείς ζουν περισσότερο και με καλύτερη ποιότητα ζωής. Κάποτε η νόσος Πάρκινσον μείωνε σημαντικά το προσδόκιμο ζωής και οι ασθενείς περνούσαν πολλά χρόνια καθηλωμένοι σε αναπηρικό αμαξίδιο. Σήμερα, με την έγκαιρη, εξατομικευμένη θεραπεία, το προσδόκιμο ζωής τους είναι σχεδόν φυσιολογικό.
Επιπλέον, οι εξελιγμένες θεραπευτικές μέθοδοι, όπως η εμφύτευση νευροδιεγέρτη, μειώνουν κατά τουλάχιστον μία δεκαετία τα χρόνια με σημαντική αναπηρία, εφόσον εφαρμοστούν την κατάλληλη στιγμή στην πορεία της νόσου. Το κέρδος αυτό είναι πολύ σημαντικό, αν αναλογιστεί κανείς πως η αναπηρία μπορεί να εμφανιστεί ύστερα από 10-20 χρόνια νόσου.
«Η νόσος Πάρκινσον καθαυτή δεν είναι θανατηφόρα. Ωστόσο, αν δεν γίνει η κατάλληλη θεραπεία σε όλα τα στάδιά της, μπορεί να εμφανιστούν πρώιμες επιπλοκές (π.χ. σοβαρές πτώσεις) που μειώνουν το προσδόκιμο ζωής» τονίζει ο κ. Ζήκος.
Διεξάγονται δεκάδες έρευνες για νέες θεραπείες. Πρόσφατη ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό «Journal of Parkinson’s Disease» έδειξε ότι τον Ιανουάριο του 2021 βρίσκονταν σε εξέλιξη 145 κλινικές μελέτες (σε ανθρώπους) για πιθανά φάρμακα. Οι 28 από τις εν λόγω κλινικές μελέτες (το 19% του συνόλου) είναι μελέτες φάσης 3. Η φάση αυτή είναι το τελικό στάδιο των μελετών. Αν το αποτέλεσμα αυτού του σταδίου είναι επιτυχημένο για κάποιο φάρμακο, το επόμενο βήμα είναι να ζητηθεί η έγκρισή του από τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.
Από τις 145 μελέτες, οι 57 αφορούν θεραπείες που θα μπορούσαν να τροποποιήσουν την πορεία της νόσου. Οι υπόλοιπες 88 αφορούν θεραπείες για βραχυπρόθεσμη ανακούφιση των συμπτωμάτων των ασθενών. Συνολικά 50 μελέτες διεξάγονται με υπάρχοντα φάρμακα που ελέγχονται για άλλες ενδείξεις από αυτές που ήδη έχουν.
Βελτιώνεται συνεχώς η παρακολούθηση των ασθενών. Οσο νωρίτερα γίνεται αντιληπτή κάθε αλλαγή στην κατάσταση των ασθενών τόσο νωρίτερα γίνεται και η απαιτούμενη προσαρμογή στη θεραπεία. Αυτό προϋποθέτει τακτικό (ανά εξάμηνο) επανέλεγχο από τον γιατρό.
Χάρη στην πρόοδο της ιατρικής τεχνολογίας, η παρακολούθηση αυτή μπορεί πια να γίνει και εξ αποστάσεως, με τη βοήθεια εξελιγμένων φορητών ιατρικών συσκευών που χρησιμοποιούνται κατ’ οίκον. «Οι συσκευές αυτές μάς επιτρέπουν να αξιολογούμε με αντικειμενικό τρόπο τα κινητικά συμπτώματα των ασθενών και να προσαρμόζουμε τη θεραπεία τους, χωρίς να χρειαστεί να έρθουν στο ιατρείο» εξηγεί ο κ. Ζήκος.
Αυτό είναι σημαντικό για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχάς, επιτρέπει την εξατομίκευση της θεραπείας, με βάση τις μοναδικές ανάγκες κάθε ασθενούς. Δεύτερον, οι ασθενείς γλιτώνουν τις πολύωρες μετακινήσεις μακριά από το σπίτι τους. Και, τρίτον, μειώνεται ο κίνδυνος να εκτεθούν στον νέο κορωνοϊό, ο οποίος θα μπορούσε να τους αρρωστήσει σοβαρά, λέει ο ειδικός.
Γίνεται σημαντική πρόοδος στην εξεύρεση της αιτίας
Η βασική έρευνα για τη νόσο Πάρκινσον σημειώνει τα τελευταία χρόνια σημαντική πρόοδο και υπάρχουν βάσιμες ελπίδες ότι θα αναγνωριστούν τελικά οι αιτίες της. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων η αιτία είναι συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Ο βαθμός εμπλοκής του καθενός πιστεύεται ότι διαφέρει από άτομο σε άτομο.
«Εχει βρεθεί ότι η αιτία είναι καθαρά γενετική στο 10%-15% των περιπτώσεων. Υπάρχουν οικογένειες στις οποίες ορισμένα ελαττωματικά γονίδια περνούν από τη μία γενιά στην άλλη» εξηγεί ο κ. Ζήκος. «Στις υπόλοιπες περιπτώσεις όμως, υπάρχει κάποια γενετική προδιάθεση (έχουν βρεθεί δεκάδες εμπλεκόμενα γονίδια), αλλά χρειάζονται και περιβαλλοντικές επιδράσεις για να ενεργοποιηθεί η νόσος».
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, σχεδόν 7 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο πάσχουν από τη νόσο, με τους αριθμούς αυτούς να αναμένεται να διπλασιαστούν την επόμενη 25ετία. Οι πάσχοντες στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 20.000.
Εξελίσσονται διαρκώς οι υπάρχουσες θεραπείες
Σημαντική πρόοδος παρατηρείται στις επεμβατικές θεραπείες οι οποίες εφαρμόζονται σε προσεκτικά επιλεγμένους ασθενείς, όταν η λήψη φαρμάκων από το στόμα δεν είναι πια αρκετή για να διατηρηθεί ο έλεγχος των συμπτωμάτων τους. Ηδη χρησιμοποιούνται νέας γενιάς νευροδιεγέρτες, οι οποίοι καταγράφουν τα ηλεκτρικά μηνύματα του εγκεφάλου και βοηθούν τους γιατρούς να συσχετίσουν τα μηνύματα αυτά με τα συμπτώματα των ασθενών. Με τον τρόπο αυτόν γίνεται απόλυτα εξατομικευμένη προσαρμογή της θεραπείας.
«Ο νευροδιεγέρτης είναι μια μικροσκοπική συσκευή που τοποθετείται με μικροεπέμβαση κάτω από το δέρμα του θώρακα» εξηγεί ο κ. Ζήκος. «Παράγει ηλεκτρικές ώσεις, οι οποίες μεταφέρονται στον εγκέφαλο με ένα ηλεκτρόδιο (εμφυτεύεται και συνδέεται υποδορίως με τον νευροδιεγέρτη). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σημαντική βελτίωση των κινητικών συμπτωμάτων και των δυσκινησιών των ασθενών».
Εχουν επίσης εγκριθεί και χρησιμοποιούνται ήδη νέου τύπου ηλεκτρόδια, που παράγουν ώσεις σε κατευθυνόμενη ακτίνα, ώστε να βελτιώσουν ακόμα περισσότερο τα κινητικά συμπτώματα των ασθενών.