Με τις διατροφικές διαταραχές να εξακολουθούν να θέτουν σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή αμέτρητων κοριτσιών, τα στοιχεία που έφερε στο φως νέα έρευνα δεν μπορούν παρά να μας ανησυχούν.
Σύμφωνα με νέα έρευνα επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο Durham της Βρετανίας, που δημοσιεύθηκε στο Body Image, το παιχνίδι με υπερβολικά αδύνατες κούκλες ενδεχομένως να ωθεί τα μικρά κορίτσια να στοχεύουν σε ένα πιο λεπτό σώμα. Η μικρής κλίμακας μελέτη δείχνει ότι οι υπερβολικά αδύνατες κούκλες μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά τον τρόπο που βλέπουν το σώμα τους τα κορίτσια, ηλικίας ακόμη και 5 ετών.
Οι ερευνητές προειδοποιούν ότι οι κούκλες, συνδυαστικά με την έκθεση στα «αδύνατα είδωλα» των ταινιών, της τηλεόρασης και των κοινωνικών δικτύων, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε απογοήτευση των νεαρών κοριτσιών προς το σώμα τους, γεγονός που δυνητικά θα αποτελούσε παράγοντα ανάπτυξης διατροφικών διαταραχών.
Οι ερευνητές πρόσφεραν σε 30 κορίτσια ηλικίας 5-9 ετών είτε μια υπερβολικά αδύνατη κούκλα, είτε μια κούκλα που έμοιαζε με παιδί ή ένα αυτοκίνητο.
Πριν και μετά το παιχνίδι, τα κορίτσια ρωτήθηκαν για το πώς αντιλαμβάνονταν τόσο το δικό τους σώμα όσο και το ιδανικό σώμα μέσω διαδραστικού τεστ σε υπολογιστή με τη χρήση εικόνων.
Όπως αναδείχθηκε από τα ευρήματα, το παιχνίδι με τις πολύ αδύνατες κούκλες επηρέζε την αντίληψη του ιδανικού βάρος σώματος για τα κορίτσια στο διάστημα αμέσως μετά το παιχνίδι.
Μάλιστα, δεν παρατηρήθηκε βελτίωση ακόμα και όταν στη συνέχεια έπαιξαν με τις κούκλες που έμοιαζαν με παιδί ή αυτοκίνητο, αποδεικνύοντας ότι οι επιδράσεις δεν μπορούν να εξαλειφθούν άμεσα από άλλα παιχνίδια.
Επιπλέον, οι ρεαλιστικές κούκλες αποδείχθηκαν σχετικά ουδέτερες για την άποψη των κοριτσιών για το ιδανικό σώμα.
«Η απογοήτευση από το σώμα αποτελεί τεράστιο πρόβλημα, ιδιαίτερα ανάμεσα στα νεαρά κορίτσια. Μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες στη γενικότερη κατάσταση των κοριτσιών και να οδηγήσει σε διατροφικές διαταραχές και κατάθλιψη. Τα αποτελέσματα της μελέτης μας υποδεικνύουν ότι το παιχνίδι με υπερβολικά αδύνατες κούκλες, που πωλούνται κατά εκατομμύρια κάθε χρόνο, μπορεί να έχει πραγματικά αρνητική επίδραση στην εικόνα του σώματος που διαμορφώνουν τα κορίτσια, σε συνδυασμό και με τη μη ρεαλιστικά εικόνα που βλέπουν στην τηλεόραση, τις ταινίες και τα κοινωνικά δίκτυα. Είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα προκειμένου να μειωθεί η πίεση στα κορίτσια και τις γυναίκες που επιθυμούν το ‘ιδανικό αδύνατο σώμα’», αναφέρει η επικεφαλής συγγραφέας και καθηγήτρια Ψυχολογίας, Δρ. Λίντα Μπούθροϊντ.
Σε προηγούμενη έρευνα, οι ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι όσο περισσότερη τηλεόραση βλέπει κάποιος, τόσο περισσότερο προτιμά τα αδύνατα γυναικεία σώματα.
Το 80% των κοριτσιών που έλαβαν μέρος στη μελέτη είχαν τέτοιες αδύνατες κούκλες στο σπίτι ή σε φιλικά σπίτια και σχεδόν τα μισά από αυτά παρακολουθούσαν ταινίες της Disney και σχετικές άλλες, οι οποίες, επίσης, τείνουν να καθρεφτίζουν πολύ αδύνατα γυναικεία σώματα.
«Η μελέτη αυτή δεν έχει σκοπό να κάνει τους γονείς να νιώσουν ένοχοι για τα παιχνίδια που δίνουν στα παιδιά τους και σίγουρα δεν προσπαθεί να δείξει ότι οι υπερβολικά αδύνατες κούκλες είναι ‘κακές’. Αυτό που στοχεύει είναι να παράσχει χρήσιμες πληροφορίες που οι γονείς μπορούν να λάβουν υπόψη τους όταν παίρνουν αποφάσεις για αυτά τα παιχνίδια. Οι πολύ αδύνατες κούκλες είναι κομμάτι μιας μεγαλύτερης εικόνας για τις πιέσεις σχετικά με το σώμα που δέχονται τα μικρά παιδιά και την κατανόηση ότι αυτές οι πιέσεις είναι πολύ σημαντικές για τη στήριξη και την ενθάρρυνση της θετικής εικόνας σώματος», σημειώνει με τη σειρά της η επίσης συγγραφέας Δρ. Ελίζαμπεθ Έβανς από το Newcastle University.
Σημειώνεται ότι παρόλο που το δείγμα της μελέτης δεν ήταν μεγάλο, η έρευνα εξέτασε τα παιδιά τόσο πριν όσο και μετά το παιχνίδι με τις κούκλες, που σημαίνει ότι μπορεί να δείξει την πραγματική αλλαγή σε κάθε παιδί ξεχωριστά.
Έτσι, συνεισφέρει στον αυξανόμενο αριθμό μελετών που δείχνουν ότι το παιχνίδι με τις κούκλες μπορεί να επηρεάσει τα πρότυπα ομορφιάς που εσωτερικεύουν τα παιδιά.
Η συμμετέχουσα στη μελέτη, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Northumbria, Δρ. Μάρτιν Τόβι καταλήγει:
«Η μελέτη μας δείχνει το πώς η αντίληψη για το ιδανικό βάρος και σχήμα του σώματος διαμορφώνεται από τα πρώτα χρόνια με την προσδοκία για μη ρεαλιστικά είδωλα. Αυτό δημιουργεί μια αναπόφευκτη απογοήτευση από το σώμα, η οποία, όπως είναι ήδη γνωστό, οδηγεί σε διατροφικές διαταραχές».