Εάν κανείς παρατηρήσει τη δημόσια συζήτηση στη χώρα μας θα μπορέσει να εντοπίσει δύο προβλέψεις που δεν επαληθεύτηκαν. Η πρώτη αφορούσε ότι τα ρεβεγιόν των Χριστουγέννων με τις αυξημένες κοινωνικές συναναστροφές θα πυροδοτούσαν μια έκρηξη κρουσμάτων, που δεν υπήρξε, και η δεύτερη ότι τα αυστηρότερα μέτρα από τον Φεβρουάριο και μετά θα περιόριζαν το τρίτο κύμα, που μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί.
Οι διαπιστώσεις αυτές έρχονται να υπογραμμίσουν ότι οι πανδημίες και δη αυτές ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού είναι φαινόμενα ιδιαίτερα σύνθετα και κυρίως πιο σύνθετα από τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τα μέτρα που λαμβάνουμε εναντίον τους.
Τα όρια της στρατηγικής των λοκντάουν
Η στρατηγική των λοκντάουν όπως και αυτή των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης στηριζόταν όντως σε ορισμένες διαπιστώσεις που γνωρίζουμε για τη συμπεριφορά τέτοιων ιών που διασπείρονται μέσα από τις πρακτικές της ανθρώπινης κοινωνικότητας.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα εάν περιορίσουμε ριζικά τις στιγμές στις οποίες οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με άλλους ανθρώπους περιορίζουμε τη μετάδοση του ιού και πιθανώς εάν το κάνουμε με πολύ μεγάλη συνέπεια και προσθέσουμε και τη χρήση μάσκας εκτός οικίας, τότε μπορούμε οριακά να διακόψουμε τις περισσότερες «αλυσίδες μετάδοσης» και δυνητικά ακόμη και να περιορίσουμε σε μεγάλο βαθμό την πανδημία με τα εμβόλια και το όποιο ποσοστό ανοσίας από νόσηση να συμπληρώνουν τα κενά.
Η στρατηγική αυτή υποστηρίχτηκε αρχικά και διάφορα σενάρια «αποκαλυπτικών προβλέψεων» που σήμερα αμφισβητούνται ως έναν βαθμό, τουλάχιστον ως προς ορισμένες αρχικές παραδοχές τους.
Ωστόσο, η στρατηγική αυτή είχε ένα όριο εξαρχής. Ο βαθμός στον οποίο μπορείς να περιορίσει την ανθρώπινη κινητικότητα και αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους είναι πεπερασμένος. Ή για να το πούμε απλά: δεν μπορούν όλοι οι άνθρωποι να «μείνουν σπίτι».
Υπάρχει ένα πολύ μεγάλο εύρος αναγκαίων εργασιών και υπηρεσιών που δεν μπορούν να διακοπούν, στην υγεία, τον κρατικό μηχανισμό, την ενέργεια, τις τηλεπικοινωνίες, τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Επιπλέον, υπάρχουν όρια στο σε ποια κλίμακα οι άνθρωποι μπορούν να περιορίσουν πλήρως τις αλληλεπιδράσεις τους με άλλους ανθρώπους και δη δια ζώσης ακόμη και εάν τις περιορίσουν σε έναν στενό κύκλο. Ακόμη και η λογική ότι περιοριζόμαστε σε μια «φούσκα» κοινωνικών επαφών ο καθένας, στην πραγματικότητα εξακολουθεί να διαμορφώνει μια συνθήκη όπου θα υπάρχουν τελικά πλήθος πιθανών αλυσίδων μετάδοσης. Για να το πούμε διαφορετικά, υπάρχουν όρια αντικειμενικά στο πόσο θα κρατηθεί ο ιός «έξω από τα σπίτια μας».
Ο παράγοντας του φόβου
Την περασμένη άνοιξη κυριάρχησε ο φόβος σε πάρα πολλούς ανθρώπους και αυτό ήταν λογικό. Αυτό αποτυπώθηκε παγκοσμίως σε έναν πολύ μεγάλο περιορισμό της κινητικότητας την άνοιξη του 2020. Αυτό αφορούσε και τις ατομικές στάσεις και συμπεριφορές αλλά και τις επιλογές που πήραν εταιρείες αλλά και κράτη.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι παρότι υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων που κάνουν τηλεργασία, εντούτοις αρκετοί πηγαίνουν στην εργασία τους, εκτός όλων των άλλων και επειδή θεωρούν ότι ορισμένα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν «από το σπίτι».
Τώρα πια παρότι υπάρχει αρκετή ανησυχία δεν υπάρχει ο ίδιος φόβος για έναν άγνωστο εχθρό. Οι άνθρωποι προσαρμόζονται στη νέα συνθήκη και προσπαθούν να συνεχίζουν κατά το δυνατό τη ζωή τους. Θα βάλουν μάσκα και θα βγουν από το σπίτι ή θα πάνε στη δουλειά τους. Επίσης ανεξαρτήτως επισήμων προτροπών περί του αντιθέτου η διαπίστωση ότι η σοβαρή νόσηση και ο θάνατος εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την ηλικία ή από την ύπαρξη σοβαρών υποκείμενων νοσημάτων σημαίνει ότι αρκετοί άνθρωποι, νεώτερης ηλικίας κινούνται με το δεδομένο ενός μικρότερου ρίσκου, τουλάχιστον για τους ίδιους (παρότι υπάρχει το ρίσκο μετάδοσης εν συνέχεια και σε πιο ευάλωτους και ευπαθείς ανθρώπους).
Όλα αυτά συνεπάγονται αναγκαστικά ένα υψηλότερο ποσοστό και κινητικότητας και αλληλεπιδράσεων με άλλους ανθρώπους σε σχέση με πέρσι. Και αυτό προφανώς αποτυπώνεται τελικά στη διατήρηση ενός ποσοστού συνεχιζόμενων μεταδόσεων.
Είμαστε τόσο απείθαρχοι τελικά;
Στη δημόσια συζήτηση συχνά κυριαρχεί η λογική ότι για όλα φταίει ότι δεν πειθαρχούμε όσο πρέπει στα μέτρα. Μάλιστα, συχνά αυτό συνοδεύεται και από επιλεκτική στοχοποίηση που μπορεί να υποκρύπτει από ηθικολογία («φταίνε αυτοί που μαζεύονται στις πλατείες») έως πολιτική προκατάληψη («φταίνε οι διαδηλώσεις»).
Ωστόσο, εάν κανείς ρίξει μια ματιά στα στοιχεία για την κινητικότητα στη χώρα μας που επεξεργάζεται η Google, τότε η εικόνα γίνεται διαφορετικά. Για παράδειγμα στις 5 Μαρτίου που είναι η τελευταία ημερομηνία για την οποία υπάρχουν στοιχεία, η κινητικότητα προς χώρους λιανικού εμπορίου και ψυχαγωγίας ήταν κατά μειωμένη 58% σε όλη την Ελλάδα (-61% στην Αττική) σε σχέση με το σημείο αναφοράς (που είναι η αρχή του 2020), η χρήση των δημόσιων συγκοινωνιών εμφανίζεται κατά 50% μειωμένη (-51% στην Αττική), κίνηση προς τους χώρους εργασίας μειωμένη κατά 36% (-37% στην Αττική).
Όλα αυτά στην πραγματικότητα δείχνουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο ζωής και σημαντικό βαθμό εφαρμογής των μέτρων. Προφανώς και η υποχώρηση της κινητικότητας δεν είναι καθολική, αλλά είναι σαφές ότι σε ένα σημαντικό βαθμό τα περιοριστικά μέτρα έχουν αλλάξει τον τρόπο που ζούμε και μάλλον δεν ισχύει ότι είμαστε «απείθαρχοι» και δεν εφαρμόζουμε τα μέτρα.
Ελλάδα: μια χώρα ψηλά στην αυστηρότητα των μέτρων
Μια ερευνητική ομάδα συγκεντρώνει από την αρχή της πανδημίας για τα μέτρα που έχουν λάβει οι χώρες και διαμορφώνει τον παγκόσμιο δείκτη αυστηρότητας κυβερνητικών μέτρων για την πανδημία (OXFORD COVID-19 Government Response Stringency index).
Αν κανείς ανατρέξει σε αυτόν θα διαπιστώσει ότι η χώρα μας είναι μία από τις χώρες με τα αυστηρότερα μέτρα, με τον σχετικό δείκτη να αγγίζει το 88,89 (όταν η απόλυτη αυστηρότητα είναι το 100) και βρίσκεται πιο ψηλά από αρκετές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Άρα μάλλον το πρόβλημα δεν είναι η χαλαρότητα των μέτρων.
Άλλωστε, δεν είναι βέβαιο ότι η αυστηρότητα των μέτρων εξασφαλίζει και μειωμένη θνητότητα από την πανδημία. Εάν κανείς ανατρέξει στο δείκτη των θανάτων ανά εκατομμύριο πληθυσμού, θα διαπιστώσει ότι αρκετές χώρες που είναι ψηλά στον δείκτη αυστηρότητας των μέτρων είναι ταυτόχρονα και χώρες με υψηλά ποσοστά θνητότητας. Μάλιστα, στατιστικές αναλύσεις έχουν δείξει ότι δεν είναι τόσο άμεση η συνάρτηση ανάμεσα στο βαθμό που οι άνθρωποι «μένουν σπίτι» και τη θνησιμότητα.
Ο αντίλογος σε όλα αυτά είναι συνήθως ότι χωρίς αυτά τα μέτρα απλώς θα είχαμε πολύ περισσότερα θύματα, θέση που ασπάζονται και οι περισσότερες ομάδες ειδικών που συνεργάζονται με τις αντίστοιχες κυβερνήσεις
Οι πανδημίες είναι σύνθετα φαινόμενα
Όλα αυτά δείχνουν ότι οι πανδημίες είναι ιδιαίτερα σύνθετα φαινόμενα. Ακόμη και εάν τα μέτρα δείχνουν να πατούν πάνω στην πραγματική γνώση που έχουμε για το πώς μεταδίδονται τέτοιες ιώσεις, εντούτοις η πραγματική «οικολογία» (και με έναν τρόπο «κοινωνιολογία») της διασποράς του ιού είναι πολύ πιο σύνθετη και ο ιός βρίσκει τρόπο να παρακάμψει τα μέτρα, ιδίως όταν μιλάμε για βάθος χρόνου.
Αυτό προφανώς δεν συνεπάγεται κάποιου είδους «μοιρολατρία», αλλά την ανάγκη και για μια άλλη κρίσιμη διάσταση που συχνά την προσπερνούμε: την προστασία των ευπαθών και των ευάλωτων, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης της ζωής όσο πλέον και με την επιτάχυνση των προγραμμάτων εμβολιασμού.
Σημαίνει όμως και μια άλλη διάσταση που επίσης ήρθε στο προσκήνιο μέσα από τον τρόπο που φάνηκαν οι κοινωνικές διαστάσεις της ευαλωτότητας στην πανδημία και η συσχέτιση με παραμέτρους όπως η κοινωνική ανισότητα, ο ρατσισμός, οι συνθήκες διαβίωσης, ο βαθμός πρόσβασης ή μη σε υπηρεσίες υγείας.
Και αυτό έχει μια μεγάλη σημασία γιατί ακόμη και εάν δεχτούμε ότι υπάρχουν αντικειμενικά όρια στον να ανακόψουμε πλήρως μια πανδημία, εντούτοις υπάρχουν πάρα πολλά να κάνουμε ώστε να έχουμε κοινωνίες πιο ανθεκτικές και τελικά πιο υγιείς: επενδύοντας στην κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη, στην κοινωνική προστασία, στη διεύρυνση του «κράτους πρόνοιας», συμπεριλαμβανομένης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και της αναβάθμισης του δημόσιου συστήματος υγείας.