Εκτός των μέτρων της προσωπικής υγιεινής, της κοινωνικής αποστασιοποίησης και της χρήσης μάσκας, το εμβόλιο έρχεται να προστεθεί ως ένα ακόμη όπλο στη φαρέτρα μας, με στόχο τη διασφάλιση της ανθρώπινης ζωής, τον περιορισμό της μεταδοτικότητας του ιού και τη σταδιακή άρση των παγκόσμιων lockdowns ή curfews.
Για πολλούς, το εμβόλιο σηματοδοτεί την ασφαλέστερη οδό για να επανέλθουμε στη φυσιολογική καθημερινότητα, όπως τη γνωρίσαμε παλιότερα, όταν η απόσταση εκμηδενιζόταν αστραπιαία στη θέα των αγαπημένων μας ανθρώπων με μια αυθόρμητη αγκαλιά.
Κι ενώ τα επιστημονικά δεδομένα είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά, αφού όχι μόνο υπάρχουν πολλά διαθέσιμα εμβόλια κατά του κορωνοϊού αλλά και με νέες, εξελιγμένες τεχνολογίες, δεν πρέπει να ξεχνάμε τα «plot twist» της πανδημίας, που μπορούν εύκολα να ανατρέψουν όλα όσα γνωρίζουμε.
Ενα τέτοιο παράδειγμα είδαμε με τα νέα στελέχη του ιού, με τη βρετανική παραλλαγή, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, να έχει εντοπιστεί σε τουλάχιστον 60 χώρες. Οι εξελίξεις συνεπώς είναι καταιγιστικές, τα μέτρα ασυνήθιστα – αν όχι δύσκολα – και η ψυχική κόπωση μετά από τόσους μήνες καθημερινής μάχης δεδομένη.
Η έναρξη της «Ελευθερίας», του επιχειρησιακού προγράμματος δηλαδή μαζικού εμβολιασμού, είναι ένα σημαντικό πρώτο βήμα, που έρχεται να απλοποιήσει την εξίσωση.
Πώς θα μας επηρεάσει βραχυπρόθεσμα;
Κάθε είδηση, εξέλιξη και νέο που ακούμε για το εμβόλιο και την πανδημία μπορεί να φωτίσει ή να σκοτεινιάσει το τοπίο, γεγονός που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε, αφού η καθημερινότητά μας επηρεάζεται πολύ πριν κλείσουμε το δικό μας ραντεβού για να εμβολιαστούμε.
Αξιοσημείωτη και ιδιαίτερα ενθαρρυντική είναι λοιπόν η ταχύτατη ανάπτυξη του εμβολίου, αφού κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους αναπτύχθηκαν συνολικά 61 εμβόλια, ορισμένα από αυτά πέρασαν τις απαραίτητες κλινικές δοκιμές και αναφέρουν σήμερα ποσοστό αποτελεσματικότητας μεγαλύτερο του 90%.
Θα δούμε άμεσα αλλαγές από το εμβόλιο;
Παρά τη ραγδαία πρόοδο, οι ειδικοί μάς προειδοποιούν ότι δεν θα βιώσουμε αξιοσημείωτες αλλαγές στο εγγύς μέλλον.
Ο δρ Timothy Brewer, καθηγητής Ιατρικής στο Τμήμα Μολυσματικών Ασθενειών στην Ιατρική Σχολή του David Geffen στο UCLA και καθηγητής Επιδημιολογίας στο UCLA Fielding School of Public Health, αναφέρει ότι εξαιτίας καθυστερήσεων και της υψηλής ζήτησης δεν θα υπάρξει «άμεση αλλαγή» στη ζωή μας.
«Λαμβάνοντας υπόψη πόσο καιρό θα χρειαστεί να εμβολιάσουμε εκείνους που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, δεν θα βιώσουμε μεγάλες αλλαγές, ακριβώς γιατί δεν μπορούμε να εμβολιαστούμε όλοι άμεσα» εξηγεί.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όπως και με τους περισσότερους εμβολιασμούς, το εμβόλιο κατά της COVID-19 χορηγείται σε δύο δόσεις με μεσοδιάστημα 21 έως και 28 ημερών για να είναι αποτελεσματικό.
Αν και υπάρχει εμβόλιο σε κλινική δοκιμή φάσης 3, σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας, που χορηγείται σε μία δόση, για να αναπτύξει κανείς αντισώματα μετά τη χορήγησή του απαιτείται ένα διάστημα περίπου δύο εβδομάδων.
Στην περίπτωση των δύο δόσεων, το χρονικό αυτό διάστημα αυξάνεται στις περίπου 5-6 εβδομάδες.
«Freeze» στο νέο φυσιολογικό
Πρακτικά η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταφέρει να προσεγγίσει την πλήρη, 100% αποτελεσματικότητα ενός εμβολίου, τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Ωστόσο, τα νέα εμβόλια μειώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τον κίνδυνο εκδήλωσης συμπτωμάτων και πιθανότατα τον κίνδυνο επικίνδυνης για τη ζωή νόσησης από τον ιό.
Επομένως θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης, ακόμα και μετά τον εμβολιασμό, για να αποφύγουμε μια ενδεχόμενη μόλυνση, μιας και οι ειδικοί δεν γνωρίζουν ακόμα αν όσοι εμβολιαστούν μπορεί να μολυνθούν και να είναι ασυμπτωματικοί, μεταδίδοντας επομένως τον ιό.
Δεν υπάρχει πλέον η «παλιά κανονικότητα».
Πρέπει να προσαρμοστούμε συλλογικά σε κάποιες συνεχείς κοινωνικές αλλαγές, που από αυτές θα αναδυθεί το «νέο φυσιολογικό». «Αυτό ισοδυναμεί με την ενισχυμένη προστασία από την επικίνδυνη έκβαση της απειλητικής νόσου, χωρίς όμως να χαλαρώνουμε και να αμελούμε τα προληπτικά πρωτόκολλα.
Πρέπει ακόμα και μετά τον εμβολιασμό να τα τηρήσουμε» επισημαίνει ο δρ Dan Culver, πνευμονολόγος στην Κλινική του Κλίβελαντ. «Θα διατηρήσουμε τη νέα αυτή κανονικότητα για να πλοηγηθούμε με ασφάλεια, μιας και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με απόλυτη ακρίβεια τις μελλοντικές εξελίξεις» συμπληρώνει.
Αυτή η νέα κανονικότητα είναι πρόδρομος ριζικών κοινωνικών αλλαγών. «Η χρήση της μάσκας είναι στον πυρήνα της μια βαθιά αλτρουιστική πράξη, καθώς μειώνει την πιθανότητα μόλυνσης κυρίως των ανθρώπων γύρω μας» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ενα πιο απτό παράδειγμα έρχεται από τον επί 36 χρόνια επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων (NIAID), δρ Anthony S. Fauci. «Αν και δεν θα επανέλθω στις χειραψίες, είμαι σίγουρος ότι ο κόσμος θα το κάνει, απλώς οι άνθρωποι θα φροντίζουν την προσωπική τους υγιεινή και θα προστατεύονται καλύτερα.
Θα βρεθούμε σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Κάποιοι θα διστάζουν, κάποιοι θα δίνουν το χέρι τους και θα τα πλένουν πολύ πιο συχνά, ακόμα και μετά την πανδημία» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Μαραθώνιος η αντιμετώπιση των προκλήσεων
Τα ερωτηματικά που ακόμα δεν έχουν απαντηθεί είναι αρκετά. Η προσοχή των περισσότερων ερευνητών, πολιτών και ειδικών, στρέφεται – και όχι αδίκως – στη φυσική ανοσία αλλά και αυτήν που θα αποκτηθεί κατόπιν του εμβολιασμού.
Σύμφωνα με τους ειδικούς δεν είναι ακόμα ξεκάθαρο πόσο διαρκεί η ανοσία που προσφέρει το εμβόλιο ενώ η φυσική ανοσία στην περίπτωση μόλυνσης πιθανότατα να εξασθενήσει μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όπως έχει παρατηρηθεί και στην περίπτωση της γρίπης.
Αν και οι μεταλλάξεις δεν αποτελούν κάτι πρωτόγνωρο, δύο εξ αυτών – η βρετανική και η νοτιοαφρικανική – μεταδίδονται πιο γρήγορα. Oπως επισημαίνουν οι ειδικοί, είναι πιθανόν τα εμβόλια να μην καλύπτουν όλες τις μεταλλάξεις, όμως το υπάρχον εμβόλιο φαίνεται να καλύπτει τη βρετανική, σύμφωνα με τους ειδικούς.
Αν και βρίσκεται σε εξέλιξη επιστημονική συζήτηση για το κατά πόσο αυτές οι μεταλλάξεις μπορούν να επηρεάσουν την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, όσο πιο γρήγορα πραγματοποιηθεί ο εμβολιασμός μεγάλου μέρους του πληθυσμού τόσο πιο πιθανό είναι να αποφύγουμε τη διασπορά και την ανάπτυξη νέων, ανθεκτικότερων ή μεταδοτικότερων στελεχών, επισημαίνει ο ίδιος.
Οι ειδικοί μάς παροτρύνουν να μη βιαζόμαστε και να «μειώσουμε τις προσδοκίες μας», μιας και η διαχείριση της πανδημίας απαιτεί χρόνο, τόσο για να υλοποιηθεί σωστά ο εμβολιασμός όσο και για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας για τις νέες εξελίξεις.
Η μάχη κατά της πανδημίας έχει περιγραφεί ως μαραθώνιος και όχι αδίκως, αφού δεν μπορούμε να βιαστούμε για να τον λήξουμε. Αποδεικνύεται ένας σκληρός αγώνας αντοχής, που θα κερδίσουμε με υπομονή, προσοχή και συγκρατημένη αισιοδοξία.