Σε μια εποχή που η επίπτωση και το κοινωνικό κόστος της άνοιας και ειδικότερα της νόσου του Αλτσχάιμερ συνεχίζουν να αυξάνονται, επιστήμονες από συνεργαζόμενες ερευνητικές ομάδες βρήκαν νέες μορφές της πρωτεΐνης tau που καθίστανται μη φυσιολογικές, κατά τα πρώτα στάδια της νόσου του Alzheimer πριν ακόμα αναπτυχθούν γνωστικά προβλήματα.
Αλτσχάιμερ και παθολογικές αλλαγές
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Gothenburg στην Σουηδία, το Ερευνητικό Κέντρο Barcelona Beta στην Ισπανία, το Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας και το Πανεπιστήμιο του Παρισιού, διαμόρφωσαν νέα εργαλεία για την ανίχνευση αυτών των ανεπαίσθητων – σχεδόν – αλλαγών κι επιβεβαίωσαν μάλιστα, τα ευρήματά τους σε ανθρώπινα δείγματα.
Η νόσος του Αλτσχάιμερ χαρακτηρίζεται από δύο παθολογικές αλλαγές στον εγκεφαλικό ιστό. Η πρώτη περιλαμβάνει την πρωτεΐνη tau και η δεύτερη το β-αμυλοειδές πεπτίδιο. Και τα δύο μπορούν να σχηματίσουν συστάδες των αδρανών υλικών που συσσωρεύονται σταδιακά σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου.
Αναφορικά με την πρωτεΐνη tau, μεμονωμένες μονάδες της πρωτεΐνης μπορούν να συσσωματωθούν σε ινώδεις δομές, διαδικασία που διευκολύνεται από την βιοχημική φωσφορυλίωση. Καθ ‘όλη τη διαδικασία της νόσου, το β-αμυλοειδές και το φωσφορυλιωμένο tau (p-tau) απελευθερώνονται από τον εγκέφαλο σε εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Η ποσότητα των απελευθερωμένων πρωτεϊνών χρησιμοποιείται ως αξιόπιστος υποκατάστατος δείκτης για κλινικές διαγνώσεις της νόσου του Alzheimer.
Νέα δεδομένα στην διάγνωση
Κανονικά, τα επίπεδα β-αμυλοειδούς στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό καθίστανται ανώμαλα αρκετά χρόνια πριν από το p-tau. Οι τρέχουσες κλινικές δοκιμές για το p-tau υπερβαίνουν τα φυσιολογικά επίπεδα όταν αναπτύσσονται δυσκολίες στην μνήμη.
Σήμερα, όμως οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι υπάρχουν συγκεκριμένες μορφές p-tau που υφίστανται πολύ μικρές αυξήσεις στο εγκεφαλονωτιαίο υγρό και το αίμα σε άτομα με αναδυόμενη παθολογία του Αλτσχάιμερ.
Κατά συνέπεια, οι ερευνητές ανέπτυξαν πολύ ευαίσθητες τεχνικές για τη μέτρηση αυτών των βιολογικών δεικτών που προηγούνται κλινικών συμπτωμάτων για αρκετά χρόνια.