Μία ιδιαίτερα ενθαρρυντική επιστημονική ανακάλυψη θα επιτρέψει στους ειδικούς να προβλέψουν την υποτροπή σε έναν κοινό καρκίνο της παιδικής ηλικίας, γεγονός που σημαίνει ότι οι γιατροί θα μπορούν να προσαρμόσουν τη θεραπεία στα δεδομένα κάθε παιδιού, βελτιώνοντας την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής, ακόμα και μετά την υποτροπή.
Καλύτερη θεραπεία και πρόγνωση
Έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Newcastle του Ηνωμένου Βασιλείου, αποκάλυψε ότι οι ειδικοί μπορούν να προσδιορίσουν τον χρόνο, τη φύση και το αποτέλεσμα της υποτροπής του μυελοβλαστώματος από τη βιολογία της νόσου κατά τη διάγνωση και την αρχική θεραπεία που έλαβε.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο The Lancet Child & Adolescent Health, δείχνει ότι διαφορετικές βιολογικές και θεραπευτικές κατηγορίες της νόσου υποτροπιάζουν σε διαφορετικούς χρόνους και με διαφορετικά μοτίβα εξάπλωσης στο σώμα.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι μπορεί να εντοπίσουν ποιοι ασθενείς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα με την ασθένεια, παρέχοντας έτσι την δυνατότητα βελτιστοποίησης της θεραπείας και της παρακολούθησης για τη βελτίωση της πρόγνωσης του παιδιού.
Άμεση εφαρμογή σε ασθενείς με καρκίνο
Ο καθηγητής Steve Clifford, διευθυντής του Κέντρου για τον Καρκίνο του Πανεπιστημίου του Newcastle, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας, δήλωσε ότι τα ευρήματα μπορούν να εφαρμοστούν αμέσως σε ιατρικές κλινικές για να βοηθήσουν στην παρακολούθηση των ασθενών, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής ακόμα και μετά την υποτροπή.
Όπως ανέφερε: «Η έρευνά μας είναι μια πολύ συναρπαστική εξέλιξη για τη θεραπεία ασθενών με μυελόβλαστωμα και θα βοηθήσει στη βελτίωση των κλινικών αποτελεσμάτων».
«Τα ευρήματά μας αποκαλύπτουν ότι ορισμένες βιολογικές ομάδες ασθενών υποτροπιάζουν αργότερα και ως εκ τούτου πρέπει να παρακολουθούνται περισσότερο, καθώς δεν υπάρχει μια ενιαία προσέγγιση για την αντιμετώπιση αυτού του είδους του όγκου του εγκεφάλου.
Αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να προβλέψουμε την πορεία της νόσου μετά από υποτροπή όπως και τις προσαρμοσμένες θεραπείες, επιτρέποντάς μας να βελτιώσουμε τον τρόπο διαχείρισης αυτών των ασθενών μέσω πιο εξατομικευμένων προσεγγίσεων βασισμένων στην κατανόηση της ατομικής τους νόσου» υπογραμμίζει.