Ενώ το φθινόπωρο συνήθως φέρνει πολύχρωμα φύλλα και πιο δροσερές θερμοκρασίες, μπορεί ταυτόχρονα να πυροδοτήσει την εποχική συναισθηματική διαταραχή (Seasonal Affective Disorder, SAD), ένα είδος επαναλαμβανόμενης κατάθλιψης που τείνει να έρχεται και να φεύγει, όπως ακριβώς κάνουν οι εποχές. Παρά το ακρωνύμιό του, η εποχική συναισθηματική διαταραχή είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αίσθηση θλίψης.
Επίσης γνωστή ως χειμερινή ή εποχική κατάθλιψη, η διαταραχή αυτή συνήθως ξεκινά στα τέλη του φθινοπώρου ή στις αρχές του χειμώνα και τελικά υποχωρεί με την έναρξη της άνοιξης, δίχως να επανεμφανίζεται το υπόλοιπο διάστημα του καλοκαιριού.
Η Αμερικανική Ψυχιατρική Ενωση εξηγεί ότι η εποχική κατάθλιψη μπορεί να προκύψει από μια βιοχημική ανισορροπία στον εγκέφαλο που προκαλείται από τις λιγότερες ώρες της ημέρας και το λιγότερο ηλιακό φως, φαινόμενο που μπορεί να έχει ως συνέπεια τη μετατόπιση του βιολογικού ρολογιού, προκαλώντας ποικίλες διαταραχές στο καθημερινό σας πρόγραμμα.
Τα μειωμένα επίπεδα του ηλιακού φωτός μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη σεροτονίνη, νευροδιαβιβαστή που επηρεάζει τη διάθεση και έχει συνδεθεί με την κατάθλιψη.
Σύμφωνα με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH), οι ακόλουθοι παράγοντες πιθανόν να αυξήσουν τις πιθανότητες εμφάνισης της εποχικής κατάθλιψης:
· Να είσαι νέος ενήλικος.
· Να είσαι γυναίκα.
· Το οικογενειακό ιστορικό κατάθλιψης.
· Το προσωπικό ιστορικό κατάθλιψης ή διπολικής διαταραχής.
Πανδημία και εποχική κατάθλιψη, δύσκολη εξίσωση
Εκτός από τους τυπικούς παράγοντες κινδύνου, η πανδημία μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην εμφάνιση της εποχικής κατάθλιψης φέτος. Ορισμένοι ειδικοί μάλιστα, υποστηρίζουν ότι μπορεί να επηρεάσει περισσότερα άτομα ή να είναι εντονότερη λόγω των συναισθηματικών πιέσεων του κορωνοϊού.
Μιας και η κοινωνική αποστασιοποίηση αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα προειδοποιητικά σημάδια της εποχικής κατάθλιψης, η φυσική αποστασιοποίηση που επιβάλλουν τα νέα δεδομένα μπορεί να δημιουργήσει αυξημένο κίνδυνο κατά τους ερχόμενους μήνες του φθινοπώρου και του χειμώνα.
Εκτός από την κοινωνική αποστασιοποίηση, τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH) αναφέρουν ότι άλλες κοινές ενδείξεις και συμπτώματα περιλαμβάνουν:
· Χαμηλά επίπεδα ενέργειας.
· Υπερβολική υπνηλία, δηλαδή υπερυπνία.
· Υπερκατανάλωση τροφής.
· Αύξηση βάρους.
· Αυξημένη επιθυμία για υδατάνθρακες.
Τα συμπτώματα της εποχικής συναισθηματικής διαταραχής είναι παρόμοια με εκείνα της κατάθλιψης, μιας και αποτελεί μορφή της. Τα άτομα που παρουσιάζουν αλλαγές στις συνήθειες διατροφής και ύπνου, χαμηλή ενέργεια, μειωμένο ενδιαφέρον για καθημερινές δραστηριότητες και δυσκολία στη συγκέντρωση, επηρεάζονται έντονα.
Ωστόσο, ειδοποιός διαφορά της διαταραχής αυτής είναι ότι μπορεί να προληφθεί, δεδομένου ότι συμβαίνει σε συγκεκριμένες περιόδους και επομένως μπορείτε να προετοιμαστείτε όσο το δυνατόν καλύτερα.
SAD; Η απάντηση είναι «self-care»
Εάν έχετε αντιμετωπίσει την εποχική κατάθλιψη στο παρελθόν, έχετε ιστορικό κατάθλιψης ή καταθλιπτικών διαταραχών, έχετε αντιμετωπίσει αυξημένο στρες και σημαντικές αλλαγές στην καθημερινότητά σας είτε εξαιτίας της πανδημίας είτε όχι, τότε είναι σημαντικό, σύμφωνα με τους ειδικούς, να δώσετε προτεραιότητα στην προσωπική σας φροντίδα αυτό το φθινόπωρο.
Ορισμένες φορές καταφέρνουμε να αποφύγουμε τις συναισθηματικές διαταραχές ενώ άλλες όχι. Ωστόσο, υπάρχουν πολλά προληπτικά μέτρα που μπορούν να συμβάλουν στην προστασία της ψυχικής μας υγείας και της προσωπικής μας ευημερίας.
Πράγματα όπως η τακτική άσκηση, η υγιεινή διατροφή και ο επαρκής ύπνος είναι πάντα σημαντικές πτυχές των καθημερινών πρακτικών του δημοφιλούς self-care. Η διατήρηση της ουσιαστικής σύνδεσης με την οικογένεια και τους φίλους μπορεί επίσης να συμβάλει στην πρόληψη ή στον περιορισμό των συμπτωμάτων της εποχικής κατάθλιψης, όπως και άλλων ζητημάτων ψυχικής υγείας.
Η καλύτερη μορφή προετοιμασίας μπορεί να περιλαμβάνει μια διατροφή πλούσια σε βιταμίνη D, γνωστή και ως βιταμίνη του ήλιου, φωτοθεραπεία ή ακόμα και επικοινωνία με έναν επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Οι τρόποι πρόληψης και θεραπείας μπορεί να είναι διαφορετικοί για τον καθένα. Αυτό όμως που παραμένει κοινό σε κάθε περίπτωση είναι η αμεσότητα της παρέμβασης, αφού όσο νωρίτερα γίνει τόσο καλύτερα, καθώς μειώνεται το αντίκτυπο στη συναισθηματική και σωματική ευεξία.