Το εντυπωσιακό ποσοστό 70% του συνόλου των κρουσμάτων της χώρας συγκεντρώνει η βόρεια Ελλάδα μια εβδομάδα μετά την έναρξη της καραντίνας χωρίς να υπάρχει καμιά μεταβολή –παρά τα περιοριστικά μέτρα – στον επιδημιολογικό χάρτη της χώρας που παρουσιάζει «Το Βήμα».
Η Θεσσαλονίκη κι οι έξι νομοί της Κεντρικής Μακεδονίας (Ημαθία, Κιλκίς, Χαλκιδικής, Σερρών, Πέλλας, Πιερίας) που έχουν το 17,4% του πληθυσμού της χώρας, συγκέντρωσαν το 48% των κρουσμάτων κορoναϊού όλης της επικράτειας χωρίς να παρουσιάζεται καμιά υποχώρηση της πανδημίας, με την περιοχή αυτή να θρηνεί δεκάδες νεκρούς και τον αριθμό των διασωληνωμένων να παραμένει τεράστιος.
Η Αττική εξακολουθεί να έχει ποσοστό της τάξης του 22% των νέων διαγνώσεων – παρ’ ότι έχει το 34,9% του πληθυσμού της χώρας – χωρίς σημαντικές, ευτυχώς, ανοδικές τάσεις.
Το «χάσμα» βορείου και νοτίου χώρας
Ενδεικτικό της διαφοράς της Αθήνας με την Θεσσαλονίκη και των άλλων νομών της Κεντρικής Μακεδονίας είναι ότι η εν λόγω περιοχή της βορείου Ελλάδας έχει υπερτετραπλάσια κρούσματα στο ίδιο πληθυσμιακό δείγμα των 100.000 ατόμων από την Αττική που έχει 16 νέους φορείς στους 100.000 κατοίκους έναντι 70 της Θεσσαλονίκης και των πέριξ.
Ακόμη μεγάλη εξάπλωση του Covid-19 υπάρχει στην Θεσσαλία (κυρίως στην Λάρισα) στην Δυτική και την Ανατολική Μακεδονία και την Θράκη, όπου έχουν ποσοστό διπλάσιο έως τριπλάσιο της Αττικής σε σχέση με την πυκνότητα των κρουσμάτων στον πληθυσμό τους.
Επιπλέον ανησυχητική αύξηση κρουσμάτων υπάρχει στην Δυτική Μακεδονία (το ποσοστό τους διπλασιάσθηκε σε σχέση με την προηγούμενη εβδομάδα) όπου πλέον τα «πρωτεία» έχει ο νομός Φλωρίνης που χθες παρουσίασε 36 νέα κρούσματα ενώ μέχρι προ μερικών ημερών ήταν μία από τις τρεις περιοχές της χώρας (μαζί με την Λακωνία και την Ευρυτανία) που είχαν μείνει σχεδόν αλώβητες από τον κοροναϊό.
Ενδεικτικό ακόμη του «διαχωρισμού» της χώρας σε Βορρά – Νότο από πλευράς κατανομής των κρουσμάτων κι επιδημιολογικής έξαρσης κι «ηρεμίας» είναι ότι η Πελοπόννησος, η Στερεά Ελλάδα κι η Κρήτη έχουν ποσοστό συμμετοχής στον καθημερινό αριθμό νέων νοσούντων μόλις από 1,6 έως 2,5% επί του συνόλου της χώρας.
Ο αριθμός-κλειδί για έξοδο από την καραντίνα – Πότε θα τον φτάσουμε
Την ίδια ώρα ζητούμενο και με προσμέτρηση του προαναφερόμενου «χάρτη» διασποράς των κρουσμάτων είναι- σύμφωνα με τους επιδημιολόγους- πότε θα υπάρξει ο αριθμός των 500 κρουσμάτων ημερησίως που, όπως ανέφερε ο Υπουργός Υγείας κ Βασίλης Κικίλιας, θα είναι αυτός που θα σηματοδοτήσει το τέλος της «καραντίνας».
Σύμφωνα με αναλυτές της πανδημίας, την ερχόμενη εβδομάδα (υπάρχουν αναφορές ότι αυτό θα συμβεί από Δευτέρα έως Παρασκευή) θα αρχίσει σταδιακή μείωση των νέων διαγνώσεων.
Σημειώνεται ότι στην πρώτη «καραντίνα» που ήταν πολύ πιο αυστηρή, με άμεσα περιοριστικά μέτρα, η ραγδαία μείωση των κρουσμάτων υπήρξε περίπου την 24η-26η μέρα από την έναρξη της. Τότε τα κρούσματα που ήταν 70-120 μόλις (σ.σ. με μηδαμινό όμως αριθμών τεστ) υποχώρησαν στα 30 (μείωση της τάξης του 70%) που συνεχίσθηκε τις επόμενες ημέρες. Την ίδια χρονική στιγμή από την έναρξη του lockdown υπήρξε κι μείωση των νέων φορέων σε Ισπανία, Γαλλία κλπ.
Οι άγνωστες παράμετροι
Όμως, στην τωρινή καταμέτρηση συνυπολογίζονται κι άλλες παράμετροι. Αρχικά ότι πριν το lockdown του Μαρτίου δεν υπήρχε οποιοδήποτε υγειονομικό μέτρο και προσπάθεια περιορισμού της νόσου με αποτέλεσμα να υπάρχει προγενέστερος μεγάλος συντελεστής μετάδοσης κι ανεξέλεγκτη διασπορά, ενώ κάτι τέτοιο δεν υπήρχε τώρα σε πολλές περιοχές κυρίως της νοτίου Ελλάδος που τηρούντο τα μέτρα.
Ακόμη, ιδιαίτερα σημαντικό θεωρείται ότι τα περιοριστικά μέτρα στη βόρειο Ελλάδα –κυρίως στην Θεσσαλονίκη και σε πέριξ νομούς- έχουν ξεκινήσει περίπου 7-10 ημέρες από το γενικό lockdown γεγονός που θα επιδράσει δραστικά.
Δηλαδή υπάρχει η εκτίμηση ότι προς το τέλος της τρίτης εβδομάδας της καραντίνας ο μέσος όρος αριθμός των νοσούντων θα είναι κάθε 24ωρο μεταξύ 600-1200 που θα θεωρηθεί το πρώτο «φως» στο τούνελ.
Όμως οι ειδικοί θεωρούν ότι αυτός ο «προγραμματισμός» κι η πρόβλεψη μπορεί να μην επαληθευθεί είτε λόγω της τάσης υπερμετάδοσης του ιού είτε γιατί στην τωρινή καραντίνα λειτουργούσαν τα δημοτικά σχολεία, ο αποκλεισμός ήταν μικρότερος κι ο βαθμός υπακοής των πολιτών σαφώς λιγότερος.