Ο διαβήτης είναι η νόσος του σύγχρονου κόσμου, η νόσος που όταν μας χτυπήσει την πόρτα σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα είμαστε υπέρβαροι, έχουμε υιοθετήσει ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, που περιλαμβάνουν πολλούς υδατάνθρακες, κακής ποιότητας λιπαρά και κρέας, καθώς επίσης και ότι κάνουμε καθιστική ζωή. Πιθανώς να φταίνε και άλλοι παράγοντες, όπως το γεγονός ότι έχουμε σχετική κληρονομικότητα, καπνίζουμε, έχουμε υψηλή χοληστερίνη και πίεση κ.ά.
Ομως τα παραπάνω – στην πλειονότητά τους – έχουν ένα κοινό, είναι συνήθειες και καταστάσεις που κατά κανόνα περνάει από το χέρι μας να τις αλλάξουμε. Καθώς όλα αυτά προδιαθέτουν ή και ευθύνονται για την εμφάνιση του διαβήτη, αν πάρουμε την απόφαση να αλλάξουμε τρόπο ζωής, είναι πιθανό να μπορέσουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση.
Τι μπορούμε να κάνουμε; Να χάσουμε βάρος αν είμαστε υπέρβαροι (οι έρευνες δείχνουν ότι αν χάσουμε το 5% με 10% του βάρους μας μπορούμε να δούμε σημαντικά αποτελέσματα όσον αφορά τη βελτίωση των τιμών που παρουσιάζει το σάκχαρο στο αίμα μας).
Να βάλουμε την άσκηση στην καθημερινότητά μας. Να ακολουθούμε τη μεσογειακή διατροφή, με συχνά μικρά γεύματα, χωρίς ζάχαρη, κορεσμένα λιπαρά και επεξεργασμένα τρόφιμα, τρώγοντας περισσότερα τρόφιμα πλούσια σε φυτικές ίνες και δημητριακά ολικής άλεσης και περιλαμβάνοντας φρούτα και λαχανικά σε κάθε γεύμα.
Αν όλα τα παραπάνω δεν είναι αρκετά, ο διαβητολόγος θα μας συστήσει φάρμακα ή – όταν χρειαστεί – ινσουλίνη.
Διαβήτης τύπου 1 ή τύπου 2;
Υπάρχουν δύο τύποι διαβήτη: Ο διαβήτης τύπου 1, που είναι πολύ πιο σπάνιος από τον διαβήτη τύπου 2, είναι ένα αυτοάνοσο νόσημα, στο οποίο ο οργανισμός επιτίθεται και καταστρέφει τα κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη και ο οποίος προκύπτει συνήθως σε παιδιά ή εφήβους (αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ζωής) και αντιμετωπίζεται από την έναρξή του με τη λήψη ινσουλίνης.
Ο διαβήτης τύπου 2 έχει στενή σχέση με την κληρονομικότητα, τον σύγχρονο τρόπο ζωής, όπως η κοιλιακή παχυσαρκία που αυξάνει την αντίσταση στη χρησιμοποίηση από τον οργανισμό μας της όποιας ποσότητας ινσουλίνης διαθέτουμε (μειωμένης ή όχι), ή, τέλος, με τη μειωμένη ποσότητα ινσουλίνης που με την πάροδο του χρόνου βαθμιαία μειώνεται έως και ελαχιστοποιείται.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο από τον διαβήτη τύπου 2;
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες να νοσήσουμε από διαβήτη τύπου 2. Αυτοί είναι: η κληρονομικότητα, η παχυσαρκία, το κάπνισμα, ο διαβήτης κύησης, η προχωρημένη ηλικία, συγκεκριμένες ασθένειες ή λήψη φαρμάκων που προδιαθέτουν στον διαβήτη (π.χ. κορτικοστεροειδή), το ιστορικό υπέρτασης, δυσλιπιδαιμίας, καρδιαγγειακής νόσου ή πολυκυστικών ωοθηκών κ.ά.
Το γεγονός όμως ότι έχουμε προδιαθεσικούς παράγοντες να εμφανίσουμε διαβήτη, ή και το ότι έχουμε οριακές τιμές στις εξετάσεις του σακχάρου μας, ή ακόμα και το ότι το σάκχαρό μας είναι αυξημένο στις αιματολογικές εξετάσεις δεν σημαίνει ότι είμαστε «καταδικασμένοι».
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις θα πρέπει να επισκεφτούμε τον διαβητολόγο και με βάση τις συμβουλές και τις οδηγίες του θα μπορέσουμε ακόμη και να αποφύγουμε ή, τουλάχιστον, να ελέγξουμε προς το φυσιολογικό τον υπάρχοντα διαβήτη και να αποτρέψουμε τις επιπλοκές του.
Τι μας μαθαίνουν τα νούμερα για τον διαβήτη
*425 εκατομμύρια άνθρωποι νοσούν παγκοσμίως από διαβήτη σήμερα.
*628 εκατομμύρια άνθρωποι υπολογίζεται ότι θα νοσούν από διαβήτη μέχρι το 2045.
*90% είναι το ποσοστό βελτίωσης του ελέγχου του σακχάρου – σύμφωνα με έρευνες – από όσους ακολουθούσαν μια διατροφή πλούσια σε ίνες και σύνθετους υδατάνθρακες.
*3 με 4 φορές την εβδομάδα τουλάχιστον χρειάζεται να ασκούμαστε (το να περπατάμε μισή ώρα την ημέρα με γοργό βήμα αρκεί).
*40% λιγότερος είναι – σύμφωνα με έρευνες – ο κίνδυνος να εμφανίσουν τελικά διαβήτη άνθρωποι που βρίσκονται στον «προθάλαμο» του διαβήτη και ακολουθούν μέτρια άσκηση.
*20% με 30% χαμηλότερο είναι το σάκχαρό μας στο αίμα ύστερα από κάποια αερόβια αθλητική δραστηριότητα.
*90% περισσότερες πιθανότητες έχουμε να εμφανίσουμε διαβήτη αν είμαστε παχύσαρκοι.
*25% περισσότερες πιθανότητες έχουμε να εμφανίσουμε διαβήτη αν δεν ασκούμαστε.
*15% περισσότερες πιθανότητες έχουμε να εμφανίσουμε διαβήτη τύπου 2 όταν υποφέρουν από αυτόν η μητέρα ή ο πατέρας μας. Οταν έχουν και οι δύο γονείς μας, οι πιθανότητές μας είναι πολύ υψηλότερες και φτάνουν το 75%.
Τι θα μας πει ο διαβητολόγος
Αν έχουμε σακχαρώδη διαβήτη, θα πρέπει να επισκεπτόμαστε τον διαβητολόγο μας 4 φορές τον χρόνο και να μην αμελούμε το τσεκάπ που θα μας συστήσει ώστε να ελέγχουμε την κατάσταση των οργάνων-στόχων του διαβήτη (μάτια, νεφρά, αγγεία, καρδιά κ.λπ.).
Επίσης, θα πρέπει να μετράμε το σάκχαρό μας (μόνοι μας αλλά και στον μικροβιολόγο, κάνοντας την τακτική εξέταση του σακχάρου νηστείας αλλά και της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης). Σημαντικό είναι να επισκεπτόμαστε ένα εξειδικευμένο ιατρείο διαβητικού ποδιού μία φορά τον χρόνο ώστε να φροντίζουμε τα πόδια μας και να συναντήσουμε έναν διατροφολόγο ώστε να μας καθοδηγήσει σε σχέση με τη διατροφή που θα πρέπει να ακολουθήσουμε ώστε να ελέγχουμε τον διαβήτη.
Ο διαβητολόγος θα μας εξηγήσει επίσης τη σημασία του να ελέγχουμε την αρτηριακή μας πίεση και να την κρατάμε χαμηλά, όπως θα πρέπει να συμβαίνει και με τις τιμές των λιπιδίων στο αίμα μας. Σε γενικές γραμμές αυτό σημαίνει ότι η μεγάλη πίεση θα πρέπει να είναι 14 (140 χιλιοστά της στήλης υδραργύρου) και η μικρή 8,5 (85 χιλιοστά της στήλης υδραργύρου).
Αν όμως υπάρχουν και άλλα προβλήματα (π.χ. καρδιολογικά, νεφρολογικά), τότε, σε συνεννόηση με τον ειδικό γιατρό, είναι πιθανό να χρειάζεται να είναι η πίεση χαμηλότερη.
Οσον αφορά τις τιμές των λιπιδίων στο αίμα, θα πρέπει να είναι: χοληστερόλη: κάτω από 200 mgr%, τριγλυκερίδια: κάτω από 150 mgr%, HDL («καλή» χοληστερίνη): πάνω από 45 mgr%, LDL («κακή» χοληστερίνη): κάτω από 100 mgr%. Οπως και με την πίεση, έτσι και με τα λιπίδια, αν υπάρχουν κι άλλοι παράγοντες κινδύνου (π.χ. έμφραγμα, εγκεφαλικό, νεφρολογικά προβλήματα κ.ά.), είναι πιθανό να χρειάζεται να είναι οι τιμές ακόμη χαμηλότερα και αυτό είναι κάτι που θα καθορίσει ο ειδικός γιατρός.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τη δρα Ράνια Ζαχαροπούλου, παθολόγο με εξειδίκευση στον σακχαρώδη διαβήτη.