Τους τελευταίους 8 με 9 μήνες δεν περνάει μέρα που να μην σκεφτούμε, ακούσουμε, διαβάσουμε, ανησυχήσουμε για τον κορωνοϊό. Συχνά κουραζόμαστε και δυσανασχετούμε και ευχόμαστε να γινόταν κάτι και η ζωή μας να επέστρεφε στην περσινή της «κανονικότητα». Όμως προς το παρόν και τουλάχιστον για τους επόμενους 6 μήνες αυτό δεν είναι εφικτό. Αυτό που όμως μπορούμε να κάνουμε είναι να προστατέψουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας από τον κορωνοϊό. Πώς; Ακολουθώντας τις παρεμβάσεις δημόσιας υγείας, εκ των οποίων οι πιο σημαντικές για την προστασία μας, όπως εξηγεί ο κ. Ηλίας Μόσιαλος, καθηγητής πολιτικής υγείας στο Πανεπιστήμιο LSE του Λονδίνου, είναι η χρήση της μάσκας (που θα μας βοηθήσει ακόμα κι αν κολλήσουμε –επειδή θα εκτεθούμε σε λιγότερο ιικό φορτίο- να έχουμε ηπιότερα ή και καθόλου συμπτώματα), σε πολυσύχναστους δρόμους και βέβαια σε όλους τους κλειστούς χώρους –που χρειάζεται να εξαερίζονται καλά με φρέσκο αέρα-, η διατήρηση των αποστάσεων καθώς και ο περιορισμός των συναναστροφών. Ο κ. Μόσιαλος τονίζει επίσης ότι σε κάθε περίπτωση θα βοηθήσει η τηλεργασία, τα πυκνότερα δρομολόγια στα μέσα μαζικής μεταφοράς (περισσότερα λεωφορεία κλπ.) καθώς και οι τάξεις με λιγότερους μαθητές στα σχολεία…
Τέλος, στις επίμονες ερωτήσεις μας σχετικά με το πότε θα γυρίσει η ζωή μας σε σχετικά κανονικούς ρυθμούς, κάνει μία πρόβλεψη για τις αρχές του καλοκαιριού, εφόσον βέβαια έχουμε εγκεκριμένα εμβόλια, κάποιες θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως τα μονοκλωνικά αντισώματα και τηρούμε τις παρεμβάσεις δημόσιας υγείας.
Διαβάσαμε ότι μπορούμε να υπολογίσουμε την ηλικία μας αναφορικά με το πόσο κινδυνεύουμε από τον κορωνοϊό.
Ναι. Γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα να πεθάνει κάποιος από τον κορωνοϊό διαφέρει ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα στην οποία ανήκει και ότι ο κίνδυνος αυτός είναι ουσιαστικά πολύ μικρός μέχρι την ηλικία των 50 ενώ αυξάνεται μετά τα 60 ή τα 70. Αν πάρουμε όμως υπόψη και άλλα χαρακτηριστικά μπορούμε να προσθέσουμε ή να αφαιρέσουμε χρόνια από την ημερολογιακή μας ηλικία και να υπολογίσουμε την «ηλικία κορωνοϊού», την οποία έχουμε. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά: Καταρχάς για τις γυναίκες γνωρίζουμε ότι η πιθανότητα θανάτου είναι πολύ μικρότερη από ό,τι για τους άνδρες. Οι γυναίκες λοιπόν –για να υπολογίσουν τον κίνδυνο- αφαιρούν 8 χρόνια από την ηλικία τους. Για παράδειγμα μία γυναίκα 55 χρονών αφαιρώντας 8 χρόνια βρίσκεται αυτόματα στα 47 έτη και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο που αφορά αυτή την ηλικιακή ομάδα. Στη συνέχεια, ανάλογα με τους προδιαθεσικούς παράγοντες αλλά και με τα προβλήματα υγείας που πιθανώς αντιμετωπίζει ένας άνθρωπος προσθέτουμε χρόνια. Δηλαδή: Όσοι έχουν δείκτη μάζας σώματος από 40 και πάνω –είναι δηλαδή ιδιαίτερα παχύσαρκοι- χρειάζεται να προσθέσουν 10 χρόνια στην ημερολογιακή τους ηλικία. Με δείκτη μάζας σώματος από 35 ως 40 προστίθενται 5 χρόνια και ο δείκτης μάζας σώματος από 30 ως 35 προσθέτει 4 χρόνια. Το ίδιο ισχύει και με τα διάφορα νοσήματα. Αν για παράδειγμα κάποιος πάσχει από διαβήτη, που τον έχει υπό έλεγχο, προσθέτει 4 χρόνια αν όμως ο διαβήτης δεν είναι ελεγχόμενος τότε πρέπει να προσθέσει 10 χρόνια. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί έχει σημασία όσοι δεν έχουν ελέγξει τον σακχαρώδη διαβήτη τους να το κάνουν άμεσα. Το ίδιο περίπου ισχύει και με όσους έχουν υπέρταση. Χρόνια στην «ηλικία του κορωνοϊού» προσθέτουν επίσης και οι χρόνιες νευρολογικές παθήσεις (το εγκεφαλικό και το Αλτσχάιμερ που είναι τα πιο επιβαρυντικά, 10 χρόνια), το σοβαρό άσθμα, οι χρόνιες καρδιοπάθειες, οι χρόνιες αναπνευστικές νόσοι, οι χρόνιες νεφρολογικές παθήσεις, οι αιματολογικοί καρκίνοι (αν ο ασθενής έχει διαγνωστεί εδώ και 5 χρόνια προσθέτει 7 χρόνια, ενώ αν έχει διαγνωστεί τον τελευταίο χρόνο προσθέτει 14 χρόνια) και οι μη αιματολογικοί καρκίνοι (όταν έχουν διαγνωστεί πάνω από 5 χρόνια πριν δεν προσθέτουν χρόνια, αν η διάγνωση έχει γίνει μεταξύ 1 και 5 χρόνων προσθέτουμε 2 χρόνια, ενώ αν ο μη αιματολογικός καρκίνος έχει εμφανιστεί τον τελευταίο χρόνο, προσθέτουμε 5 χρόνια).
Έχουμε ακούσει πολλά. Τελικά τα παιδιά κολλάνε κορωνοϊό;
Τα παιδιά και κολλάνε και μεταφέρουν τον ιό. Αυτό που ισχύει για τα παιδιά είναι ότι ειδικά μέχρι την ηλικία των 10 ετών η θνητότητα είναι ελάχιστη, αλλά και μέχρι τα 20 είναι πάρα πολύ μικρή. Το πρόβλημα δεν αφορά τόσο τα παιδιά όσο το γεγονός ότι τα παιδιά μπορούν να διασπείρουν τη νόσο στους μεγαλύτερους, κυρίως επειδή μπορεί να έχουν πολύ ήπια ή και καθόλου συμπτώματα με αποτέλεσμα να μην αντιληφθούν ότι νοσούν και να κολλήσουν και άλλους άθελά τους (καθώς τόσο οι ασυμπτωματικοί όσο και οι προσυμπτωματικοί μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο).
Που βρισκόμαστε σήμερα;
Σήμερα είμαστε πιο προετοιμασμένοι. Έχουμε προστατευτικά μέτρα και ξέρουμε να αντιμετωπίσουμε πολύ καλύτερα τον άνθρωπο που θα μπει στο νοσοκομείο. Μόνο από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, η θνητότητα στις ΜΕΘ (με βάση διεθνή δεδομένα) μειώθηκε από 10 ως 30% χάρη στην καλύτερη διαχείριση των ασθενών. Πλέον προστέθηκε και ένα φάρμακο, η δεξαμεθαζόνη, που μειώνει τη θνητότητα στις βαριές περιπτώσεις, που χρειάζονται αναπνευστική υποστήριξη, κατά 30% και στις μέτριες περιπτώσεις κατά 20%. Επιπλέον περιμένουμε τα μονοκλωνικά αντισώματα μέσα στους πρώτους μήνες της επόμενης χρονιάς. Αλλά επειδή η παραγωγή τους είναι δύσκολη και χρονοβόρα θεωρώ ότι πρώτα θα ωφεληθούν χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία πριν φτάσουν σε χώρες σαν τη δική μας. Είχαμε ήδη θετικές ανακοινώσεις για ένα από τα εμβόλια που ετοιμάζονται, εκείνο της εταιρείας Pfizer. Η παραγωγή του έχει ήδη αρχίσει αλλά θα πρέπει φυσικά να υπάρξει πρώτα η έγκρισή του από τις ρυθμιστικές αρχές των ΗΠΑ και από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων. Έτσι, ελπίζουμε ότι θα ξεκινήσει με τον καινούργιο χρόνο η διάθεσή του και στη χώρα μας βέβαια με την προϋπόθεση ότι θα είναι ασφαλές και σχετικά αποτελεσματικό.
Μπορούμε να ελπίζουμε σε ανοσία χωρίς εμβόλιο;
Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας, η μεγαλύτερη ανοσία –που φτάνει το 10%- υπάρχει στη Στοκχόλμη, στην Αγγλία το 8% και περίπου το 3% στην Ελλάδα. Όπως γίνεται αντιληπτό, αυτό απέχει πολύ από το 60%, που είναι το χαμηλότερο δυνατό όριο για την ανοσία της αγέλης. Κάποιοι θα προτείνουν να εκτεθούν οι υγιείς και οι νέοι ώστε να αποκτηθεί ανοσία, ενώ ταυτόχρονα θα φροντίσουμε να προστατέψουμε τους ευάλωτους. Είναι όμως πολύ επικίνδυνη αυτή η λογική. Οι ευάλωτοι είναι περίπου το 30 με 40% του πληθυσμού ανάλογα με τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της κάθε χώρας. Οι ευπαθείς όμως πολλές φορές ζουν μαζί με τους «νέους και υγιείς», οι οποίοι θα μεταφέρουν τη νόσο στο σπίτι, πράγμα πολύ επικίνδυνο αφού γνωρίζουμε ότι η μεγαλύτερη διασπορά γίνεται εντός των οικογενειών. Επίσης θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι επειδή η θνητότητα είναι μικρότερη στους μη ευάλωτους αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άτρωτοι. Γνωρίζουμε για παράδειγμα ότι υπάρχει και ο λεγόμενος long-COVID με συμπτώματα που διαρκούν (καρδιολογικά, νευρολογικά κ.α.) και που προκύπτει και σε νέους και σε ανθρώπους που το πέρασαν ελαφρά ή και ασυμπτωματικά ακόμη.
Ο χειμώνας θα είναι δύσκολος;
Ναι. Και γι’ αυτό χρειάζεται καλός στρατηγικός σχεδιασμός. Να μην βιαζόμαστε αλλά και να μην ολιγωρούμε όταν χρειάζεται. Θα πρέπει να εκτιμούμε το ρίσκο της κάθε περιοχής. Όπως δεν εφαρμόζουμε τα ίδια μέτρα σε κάθε χώρα έτσι δεν τα εφαρμόζουμε και σε κάθε περιοχή. Για παράδειγμα, άλλο ο Ευρωπαϊκός βορράς όπου δε υπάρχουν εκτεταμένες οικογένειες (στη Σουηδία το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών είναι το 50% και οι ηλικιωμένοι ή ζουν μόνοι τους ή σε οίκους ευγηρίας) και άλλο οι Μεσογειακές χώρες.
Γιατί δεν κολλάνε όλοι όσοι έρχονται σε επαφή με τον ιό;
Υπάρχει μία ετερογένεια στο ποιος κολλάει. Υπάρχουν δηλαδή γενετικά χαρακτηριστικά. Και γι’ αυτό κάποιοι μπορεί να μην κολλήσουν, να είναι ασυμπτωματικοί ή να περάσουν τη νόσο ήπια. Ας μην ξεχνάμε ότι το 85 με 90% περνάνε τη νόσο πολύ ήπια ή είναι ασυμπτωματικοί.
Διαβάσαμε για ανθρώπους που έχουν κολλήσει δύο φορές. Ισχύει αυτό;
Αυτό έχει συμβεί πολύ λίγες φορές, οπότε θα λέγαμε ότι η πιθανότητα επαναμόλυνσης είναι ελάχιστη. Δεν ξέρουμε όμως πόσο διαρκεί η ανοσία. Σύμφωνα με μια Ισλανδική μελέτη διαρκεί τουλάχιστον 4 μήνες. Αλλά δεν ξέρουμε αν στο σύνολο μπορεί να είναι ένας χρόνος, δύο ή λιγότερο. Αν η ανοσία διαρκεί για λιγότερο από χρόνο θα περιμένουμε και άλλα περιστατικά επαναμόλυνσης στο άμεσο μέλλον, αν διαρκεί για ένα χρόνο -που είναι το πιο πιθανό- τότε δεν θα έχουμε πολλές επαναμολύνσεις.
Πόση είναι η θνητότητα από τον Covid 19;
Η θνητότητα με βάση τα επιβεβαιωμένα παγκόσμια κρούσματα είναι 2,63%. Αλλά δεν γνωρίζουμε τον πραγματικό αριθμό κρουσμάτων. Υπολογίζουμε ότι θα κυμανθεί μεταξύ 0,3 και 1% ανάλογα με τη χώρα. Συγκριτικά ας αναφέρουμε ότι η θνητότητα από τη γρίπη είναι κάτω του 0,1%.
Που είναι ευκολότερο να κολλήσουμε;
Σε κλειστούς χώρους, χωρίς καλό εξαερισμό, με πολλούς ανθρώπους χωρίς μάσκα, που μιλάνε φωναχτά ή τραγουδάνε