Αντισώματα που παράγονται έπειτα από μόλυνση με κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος βρέθηκαν να επιτίθενται στον SARS-CoV-2 και δεν αποκλείεται να προσφέρουν κάποια προστασία έναντι του πανδημικού κοροναϊού.
Μελέτη που δημοσιεύεται στο κορυφαίο περιοδικό Science αποκαλύπτει ότι ένα μικρό μέρος του πληθυσμού, κυρίως τα παιδιά, φέρουν στο αίμα τους αντισώματα που συνδέονται με τον κοροναϊό της Covid-19 παρόλο που δεν έχουν ποτέ μολυνθεί με τον ιό.
Τα αντισώματα αυτά «είναι πιθανότατα αποτέλεσμα της έκθεσης σε άλλους κοροναϊούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα και παρουσιάζουν δομικές ομοιότητες με τον SARS-CoV-2» αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους ερευνητές του βρετανικού Ινστιτούτου «Φράνσις Κρικ», οι οποίοι συνεργάστηκαν για τη μελέτη με συναδέλφους τους στο University College του Λονδίνου.
Διασταυρούμενη δράση
Η ανακάλυψη ήρθε σχεδόν κατά τύχη, στη διάρκεια εργαστηριακών πειραμάτων για την ανάπτυξη νέων τεστ αντισωμάτων για την Covid-19. Προκειμένου να υπολογίσουν την αξιοπιστία αυτών των τεστ, οι ερευνητές εφάρμοσαν την εξέταση σε δείγματα αίματος από ασθενείς του νέου κοροναϊού και από υγιείς εθελοντές.
Αντίθετα από ό,τι αναμενόταν, ορισμένα δείγματα από ανθρώπους που δεν είχαν εκτεθεί στον SARS-CoV-2 βρέθηκαν θετικά στο τεστ αντισωμάτων. Το αναπάντεχο εύρημα επιβεβαιώθηκε με αναλύσεις 300 δειγμάτων αίματος που είχαν ληφθεί πριν από την τρέχουσα πανδημία, το διάστημα 2011-2018.
Σχεδόν όλα αυτά τα δείγματα περιείχαν αντισώματα που αναγνωρίζουν τους κοροναϊούς του κοινού κρυολογήματος, κάτι αναμενόμενο δεδομένου ότι σχεδόν όλοι οι άνθρωποι εκτίθενται σε αυτούς τους ιούς κάποια στιγμή της ζωής τους.
Ωστόσο, ένα μικρό μέρος των δειγμάτων από υγιείς εθελοντές, περίπου 1 στα 20, περιείχαν αντισώματα που παρουσίαζαν διασταυρούμενη δράση με τον SARS-CoV-2, ακόμα κι αν οι εθελοντές αυτοί δεν είχαν νοσήσει από κοινό κρυολόγημα το διάστημα πριν τη λήψη του δείγματος.
Τέτοια αντισώματα διασταυρούμενης δράσης, τα οποία αναγνωρίζουν τους κοροναϊούς του κρυολογήματος και τον SARS-CoV-2, ανιχνεύονται πιο συχνά σε παιδιά 6-16 ετών, αναφέρουν οι ερευνητές.
Διευκρινίσεις
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι τα παιδιά είναι πολύ πιθανότερο από τους ενήλικες να διαθέτουν αυτά τα αντισώματα διασταυρούμενης δράσης. Για να κατανοήσουμε το γιατί απαιτούνται περαιτέρω μελέτες, ίσως όμως έχει σχέση με το γεγονός ότι τα παιδιά εκτίθενται σε άλλους κοροναϊούς πιο συχνά από ό,τι οι ενήλικες» λέει ο Κέβιν Εντζί του Ινστιτούτου «Φράνσις Κρικ», πρώτος συγγραφέας της δημοσίευσης.
Αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει γιατί τα παιδιά αντιμετωπίζουν χαμηλό κίνδυνο να νοσήσουν από σοβαρή πνευμονία Covid-19.
Παρόλα αυτά, «δεν υπάρχουν ακόμα ενδείξεις ότι τα αντισώματα αυτά προλαμβάνουν τη λοίμωξη από Covid-19 ή τη διασπορά του ιού» τονίζει ο Εντζί.
Περισσότερα στοιχεία αναμένονται τώρα από μεγάλη βρετανική μελέτη που εξετάζει πώς διάφορα αντισώματα επηρεάζουν τον κίνδυνο μόλυνσης και τη σοβαρότητα της νόσου.
Σύμφωνα με τη δημοσίευση στο Science, τα αντισώματα διασταυρούμενης δράσης συνδέονται με την υπομονάδα S2 της πρωτεϊνικής ακίδας του ιού, η οποία του επιτρέπει να εισέρχεται στα ανθρώπινα κύτταρα και να προκαλεί λοίμωξη.
Μέχρι πρόσφατα οι επιστήμονες πίστευαν ότι τα αντισώματα που στοχεύουν την υπομονάδα S2 δεν προσφέρουν ανοσία, σύμφωνα όμως με τους συντάκτες της νέας μελέτης τα αντισώματα αυτά ίσως τελικά αποδειχθούν αποτελεσματικά.
Σε συνδυασμό με τα ευρήματα άλλων μελετών, η ανακάλυψη ίσως βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών εμβολίων, ή ακόμα και θεραπειών που βασίζονται σε αντισώματα.