Ο πνευμονιόκoκκος είναι ένα βακτήριο που απειλεί την υγεία των ενηλίκων αλλά και των παιδιών, ενώ ενοχοποιείται για σοβαρές και επικίνδυνες για την υγεία ασθένειες. Δεδομένου δε ότι οι πνευμονιοκοκκικές λοιμώξεις εκδηλώνονται πιο συχνά τον χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης, είναι σημαντικό οι ευπαθείς ομάδες να σηκώσουν ακόμη μια «ασπίδα προστασίας» εν μέσω πανδημίας.

Η δρ. Σταματούλα Τσικρικά, πνευμονολόγος-φυματιολόγος και πρόεδρος της Ενωσης Πνευμονολόγων Ελλάδας, αναλύει στο «Ενθετο Υγεία» (με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Πνευμονίας στις 12 Νοεμβρίου) όσα πρέπει να γνωρίζουμε για το συχνότερο παθογόνο που προκαλεί πνευμονία αλλά και τις συστάσεις της επιστημονικής κοινότητας για τις ομάδες του πληθυσμού που πρέπει να εμβολιάζονται. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με την ειδικό, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας αναφέρει ότι η πνευμονία είναι η κύρια αιτία θανάτου σε παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ παράλληλα καταγράφεται ως η πιο θανατηφόρα μεταδοτική ασθένεια στους ενηλίκους.

Ως πνευμονία της κοινότητας ορίζεται η λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος η οποία συνοδεύεται από συμπτώματα συμβατά με οξεία λοίμωξη, συμβατά κλινικά ευρήματα, καθώς και ακτινολογικές αλλοιώσεις στην ακτινογραφία ή στην αξονική θώρακος. Το κυριότερο αίτιο της πνευμονίας οφείλεται στον πνευμονιόκοκκο. Οι λοιμώξεις που μπορεί να προκληθούν από το βακτήριο του πνευμονιόκοκκου περιλαμβάνουν τόσο διεισδυτικές λοιμώξεις όπως η μηνιγγίτιδα, η βακτηριαιμία και η βακτηριαιμική πνευμονία όσο και μη διεισδυτικές όπως η μέση ωτίτιδα (λοίμωξη του μέσου ωτός) και η πνευμονία.

Τα συμπτώματα

Στατιστικά, αν και έχουν παρατηρηθεί επιδημίες που ακολουθούν τις ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού, η νόσος τυπικά εμφανίζεται τους χειμερινούς μήνες λόγω της πτώσης της θερμοκρασίας και του συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους.

Τα συνηθέστερα συμπτώματα περιλαμβάνουν τον πυρετό ή την υποθερμία, το ρίγος, την εφίδρωση, τον οξύ βήχα με ή χωρίς απόχρεμψη ή την πιθανή αλλαγή του χρώματος των πτυέλων σε ασθενή με χρόνιο βήχα, θωρακική δυσφορία ή δύσπνοια.

Οι πάσχοντες από πνευμονία αυξάνονται συνεχώς είτε λόγω της γήρανσης του πληθυσμού είτε λόγω της αύξησης των χρόνιων νοσημάτων του αναπνευστικού όπως η ΧΑΠ, είτε λόγω της μειωμένης άμυνας του οργανισμού όπως για παράδειγμα σε λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Ο πνευμονιόκοκκος δύναται να προσβάλει οποιαδήποτε ηλικία, αλλά η νόσηση είναι κλινικώς σοβαρότερη στους ηλικιωμένους, στα άτομα με υποκείμενα νοσήματα ή στα άτομα που διαβιούν σε οίκους ευγηρίας.

Η αντιμετώπιση

Η βαρύτητα της πνευμονίας ποικίλλει σημαντικά και δύναται να αντιμετωπιστεί θεραπευτικά κατ’ οίκον, σε θάλαμο νοσοκομείου, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί εισαγωγή σε ΜΕΘ. Αν και η θνητότητα στην κοινότητα δεν ξεπερνά το ποσοστό του 2%, στους νοσηλευομένους κυμαίνεται από 2% έως 30%, ενώ στους ασθενείς ΜΕΘ μπορεί να σκαρφαλώσει στο 50% όταν συνυπάρχει βακτηριαιμία και σηψαιμία.

Τα τελευταία έτη, οι ειδικοί αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στη θεραπευτική αντιμετώπιση του πνευμονιόκοκκου, απότοκες των αυξημένων ποσοστών επιπλοκών κατά τη νόσηση, αλλά και της καταγραφόμενης αντοχής του μικροβίου στα αντιβιοτικά.

Τύποι εμβολίων

Ενα από τα σημαντικότερα μέτρα προφύλαξης κατά του πνευμονιόκοκκου αποτελεί ο εμβολιασμός, που στην πανδημία του κορωνοϊού χαρακτηρίζεται πιο επίκαιρος από ποτέ.

Μέχρι στιγμής υπάρχουν 2 τύποι εμβολίων κατά του πνευμονιόκοκκου, το πρώτο δημιουργεί αντισώματα έναντι 13 στελεχών (PCV13) και το δεύτερο δημιουργεί αντισώματα έναντι 23 στελεχών του πνευμονιόκοκκου (PPSV23), τα οποία συμπεριλαμβάνονται στο εθνικό πρόγραμμα εμβολιασμού. Πιο αναλυτικά, το συζευγμένο πολυσακχαριδικό 13-δύναμο εμβόλιο, χορηγείται με μια εφάπαξ δόση, χωρίς να απαιτείται αναμνηστική δόση παρά μόνο σε ειδικές κατηγορίες ασθενών, ενώ το κεκαθαρμένο πολυσακχαριδικό 23-δύναμο εμβόλιο με την πάροδο των χρόνων χάνει την αντιγονικότητά του και επιβάλλεται η χορήγηση αναμνηστικής δόσης.

Είναι σημαντικό να κατανοηθεί ότι υπάρχουν πολλαπλά στελέχη του πνευμονιόκοκκου και ότι τα εμβόλια προσφέρουν προστασία μόνο στα πιο κοινά στελέχη. Παρ’ όλα αυτά προστατεύουν σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι και το 80% των παιδιών και το 75% των ενηλίκων από διεισδυτική νόσο η οποία προκαλεί τα μεγαλύτερα ποσοστά νοσηρότητας.

Η στρατηγική πρόληψης από τον πνευμονιόκοκκο περιλαμβάνει εκτός από τον εμβολιασμό, την τακτική εκτίμηση και ορθή ρύθμιση των χρόνιων υποκείμενων νοσημάτων, την επαρκή ενυδάτωση, καλή ποιότητα ύπνου, αποφυγή του αλκοόλ και υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής, καθώς και την απεξάρτηση από την καπνιστική έξη.

«Σε κάθε περίπτωση, ο πνευμονολόγος, ως ο πλέον ειδικός ιατρός του αναπνευστικού συστήματος, μπορεί να ενημερώσει με σαφήνεια και να απαντήσει όλες τις πιθανές ερωτήσεις σχετικά με τον πνευμονιοκοκκικό εμβολιασμό», καταλήγει η δρ. Τσικρικά.

Ερευνα
Η μάσκα δεν μειώνει τον κορεσμό οξυγόνου στους ηλικιωμένους

Νέα έρευνα που δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση «JAMA»… σβήνει τις ανησυχίες που έχουν εκφραστεί κατά καιρούς ότι η χρήση μάσκας εν μέσω πανδημίας μειώνει τον κορεσμό οξυγόνου στους ηλικιωμένους.
Ειδικότερα, στη μελέτη συμμετείχαν άτομα 65 ετών και άνω οι οποίοι μετρούσαν μόνοι τους τον κορεσμό του οξυγόνου με οξύμετρο πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη χρήση της μάσκας. Είναι σημαντικό εντούτοις να υπογραμμιστεί ότι ασθενείς με καρδιολογικές ή πνευμονολογικές παθήσεις, οι οποίες μπορεί να οδηγούσαν σε δύσπνοια ή υποξία στην ανάπαυση, εξαιρέθηκαν από τη μελέτη. Επιπρόσθετα, κάθε συμμετέχων είχε μια μη χειρουργική μάσκα τριών στρωμάτων και ένα φορητό παλμικό οξύμετρο, το οποίο χρησιμοποιούσε για να προσδιορίσει τον κορεσμό της αιμοσφαιρίνης στο αίμα (SpO2) σε τρεις μετρήσεις.
«Συνολικά εντάχθηκαν 25 ασθενείς, 9 εκ των οποίων είχαν κάποια συννοσηρότητα. Η μέση τιμή SpO2 ήταν 96,1% πριν, 96,5% κατά τη διάρκεια, και 96,3% μετά τη χρήση της μάσκας. Κανένας συμμετέχων δεν εμφάνισε κορεσμό κάτω από 92% όσο φορούσε τη μάσκα. Οι διαφορές του κορεσμού στους συμμετέχοντες πριν και τη διάρκεια της χρήσης της μάσκας ήταν μηδαμινές» σημειώνουν οι ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Π. Μαλανδράκης, Ι. Ντάνασης και Θ. Δημόπουλος (πρύτανης ΕΚΠΑ), συνοψίζοντας τα συμπεράσματα της μελέτης.
Σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς είναι σημαντικό να αναφερθούν και οι περιορισμοί της μελέτης αυτής «που συνίστανται στο μικρό δείγμα συμμετεχόντων, στη χρήση ενός μόνο είδους μάσκας, στην απουσία αξιολόγησης του κορεσμού οξυγόνου κατά τη διάρκεια εντατικής φυσικής άσκησης, και στον αποκλεισμό όσων δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μάσκα για ιατρικούς λόγους. Συμπερασματικά, η χρήση της μάσκας σε αυτή τη μελέτη δεν φάνηκε να σχετίζεται με πτώση του κορεσμού της αιμοσφαιρίνης σε άτομα 65 ετών και άνω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ ΝΕΑ