Νέα επιστημονική έρευνα ξεχώρισε τους βασικούς παράγοντες που κρίνουν αν η νόσος Covid-19, δηλαδή ο κοροναϊός, θα διαρκέσει για κάποιον ασθενή περισσότερο από το συνηθισμένο.
Ο όρος «Long Covid» (Covid μακράς διαρκείας) είναι ο όρος που δίνεται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι προσβεβλημένοι ασθενείς αν και αναρρώνουν από τον ίδιο τον κοροναϊό, συνεχίζουν να πάσχουν από μια σειρά από συμπτώματα όπως δυσκολία στην αναπνοή, ημικρανίες και χρόνια κόπωση.
Μια νέα ανάλυση ερευνητών του βρετανικού πανεπιστημίου King’s College, που χρησιμοποιεί δεδομένα από την εφαρμογή COVID Symptom Study, έδειξε ότι 1 στους 20 ανθρώπους με Covid-19 είναι πιθανόν να συνεχίσει να έχει συμπτώματα για τουλάχιστον 8 εβδομάδες.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε χθες Τετάρτη, εξέτασε τα δεδομένα 4.182 ασθενών που χρησιμοποίησαν την προαναφερθείσα εφαρμογή, οι οποίοι αφού βρέθηκαν θετικοί στον κοροναϊκό κατέγραφαν συστηματικά την κατάσταση της υγείας τους.
Η ομάδα των ερευνητών κατέληξε στο ότι οι υπέρβαροι, οι γυναίκες, όσοι πάσχουν από άσθμα και όσοι είχαν αυξημένο αριθμό συμπτωμάτων κατά την πρώτη εβδομάδα της ασθένειάς τους είναι πιθανότερο να αναπτύξουν «Covid μακράς διαρκείας».
Οι παράγοντες
Ηλικία:
O «Covid μακράς διαρκείας» φαίνεται ότι προσβάλει το 10% των ασθενών ηλικίας 18- 49 ετών και το 22% των ασθενών ηλικίας άνω των 70 ετών.
Βάρος:
Το βάρος παίζει επίσης ρόλο, καθώς ο «Covid μακράς διαρκείας» δείχνει να προτιμά ελαφρώς περισσότερο τους βαρύτερους ανθρώπους.
Φύλο:
Οι γυναίκες έχουν, σύμφωνα με τη μελέτη, αρκετά περισσότερες πιθανότητες να νοσήσουν από «Covid μακράς διαρκείας» σε συγρίση με τους άνδρες (14,5% έναντι 9,5% ) αλλά μόνο σε νεαρότερες ηλικίες.
Τα συμπτώματα του «Covid μακράς διαρκείας»
Η μελέτη κατέληξε ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες συμπτωμάτων που συνεχίζουν να εμφανίζονται για εβδομάδες μετά την ανάρρωση του ασθενούς.
Η μία κατηγορία αφορά στα πιο συνηθισμένα: βήχας, δυσκολία στην αναπνοή, κόπωση και πονοκέφαλοι.
Η δεύτερη περιλαμβάνει συμπτώματα που επιβαρύνουν πολλά μέρη του σώματος, όπως ο εγκέφαλος, το έντερο και η καρδιά
Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης δρ. Κλαιρ Στιβς «Είναι σημαντικό ότι χρησιμοποιήθηκε η γνώση που αποκτήθηκε από το πρώτο κύμα του κοροναϊού, προκειμένου να μειωθούν τα μακράς διαρκείας αποτελέσματα του δεύτερου κύματος», ενώ ο επιδημιολόγος Τιμ Σπέκτορ δήλωσε πως «η συγκεκριμένη έρευνα θα μπορούσε ήδη να δείξει τον δρόμο για τις στρατηγικές πρόληψης και θεραπείας του «Covid μακράς διαρκείας»