Από την αρχή της πανδημίας του κοροναϊού, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα έχει επιδοθεί σε «αγώνα δρόμου» τόσο για την εύρεση θεραπειών ή ενός αποτελεσματικού εμβολίου όσο και για τα πολύτιμα τεστ, που ειδοποιούν για μια πιθανή μόλυνση ή και ανάρρωση από την Covid-19. Δεδομένης της πληθώρας επιλογών, πολλοί είναι εκείνοι που αναρωτιούνται αν και κατά πόσο υπάρχει ένα αποτελεσματικότερο είδος τεστ, αν λειτουργούν όλα με τον ίδιο τρόπο ή αν παρέχουν τις ίδιες πληροφορίες.
Ξεκινώντας από τα βασικά..
Υπάρχουν επί του παρόντος δύο βασικοί τύποι τεστ για τον κοροναϊό: διαγνωστικές εξετάσεις που αναζητούν ενεργό λοίμωξη κοροναϊού στη βλέννα ή το σάλιο και εξετάσεις αίματος για ανίχνευση αντισωμάτων, απόδειξη ότι το ανοσοποιητικό σύστημα έχει αντιμετωπίσει τη λοίμωξη στο παρελθόν. Ακόμη και μεταξύ αυτών των δοκιμών, υπάρχουν σημαντικές διαφορές. Σύμφωνα με τον Δρ. Daniel D. Rhoads, επικεφαλής της μικροβιολογίας στην Κλινική Cleveland υπάρχουν μερικοί τρόποι για την ανίχνευση του SARS-CoV-2, του ιού που προκαλεί το COVID-19. Ορισμένα τεστ αναζητούν ένα κομμάτι της επικάλυψης του ιού και ονομάζονται τεστ αντιγόνων και άλλα τεστ ανιχνεύουν νουκλεϊκό οξύ (όπως το RNA) που ανήκει στον κοροναϊό.
- Το τεστ RNA είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στην παρουσία του κοροναϊού. «Αυτές οι εξετάσεις μπορούν να παραμείνουν θετικές ακόμη και όταν κάποιος δεν είναι πλέον άρρωστος και δεν αποβάλλει πλέον ιό που μπορεί να μολύνει άλλους ανθρώπους», επισημαίνει ο Δρ. Daniel D. Rhoads.
- Το τεστ αντιγόνων είναι γρήγορο αλλά όχι τόσο ακριβές. «Αντίθετα με το RNA τεστ, το τεστ αντιγόνων θεωρείται πιο γρήγορο αλλά είναι πιο επιρρεπές σε ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, πράγμα που σημαίνει ότι αυτές οι δοκιμές είναι πιο πιθανό να χάσουν περιπτώσεις ενεργού λοίμωξης. Ούτε όμως και τα τεστ αντιγόνων δεν μπορούν να προβλέψουν πότε κάποιος σταματά να μεταδίδει τον κοροναϊό» εξηγεί Δρ. Daniel D. Rhoads.
Ποιο είναι το πιο κατάλληλο τεστ;
Η καταλληλότητα του τεστ είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον στόχο, τον λόγο δηλαδή για τον οποίο υποβάλλεται κανείς στην εξέταση, όπως η επιβεβαίωση μιας ενεργού λοίμωξης Covid-19, τον εντοπισμό ασυμπτωματικών ή προ-συμπτωματικών ατόμων που ενδέχεται να αποβάλλουν τον ιό ή για να προσδιοριστεί εάν κάποιος είχε προηγουμένως Covid-19. «Δεν υπάρχει μια μόνη προσέγγιση, είδος τεστ που θα καλύψει κάθε ανάγκη», επισημαίνει ο Δρ. Daniel D. Rhoads. Οι διαφορετικοί τύποι, περιλαμβάνουν:
- Μοριακό τεστ (RNA ή PCR τεστ): Αυτές οι διαγνωστικές εξετάσεις θεωρούνται οι πιο ευαίσθητες για την ανίχνευση μιας ενεργού λοίμωξης και τα αποτελέσματα τείνουν να είναι πολύ ακριβή και συνήθως χρησιμοποιούνται για να διαπιστωθεί η ενεργή λοίμωξη. Στις περισσότερες περιπτώσεις, συλλέγεται βλέννα από την μύτη και το λαιμό του ατόμου μέσω στυλεού.
- Τεστ αντιγόνων (Rapid τεστ): Αυτός ο τύπος διαγνωστικού τεστ ονομάζεται συχνά «rapid test (γρήγορος έλεγχος)» επειδή τα αποτελέσματα βγαίνουν συντομότερα συγκριτικά με τα μοριακά τεστ. Είναι επίσης φθηνότερα. Ως αποτέλεσμα, οι δοκιμές αντιγόνων χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο μεγάλου αριθμού ατόμων, όπως επισημαίνει πρόσφατο άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό Nature. Πραγματοποιούνται με τον ίδιο τρόπο που υλοποιούνται και τα μοριακά τεστ.
- Τεστ αντισωμάτων (Αιματολογική εξέταση): Αυτή η εξέταση ανιχνεύει αντισώματα κατά του κοροναϊό. Τα αντισώματα αποτελούν πρωτεΐνες που παράγει το ανοσοποιητικό σύστημα για να καταπολεμήσει έναν ξένο εισβολέα, όπως έναν ιό. Ένα τεστ αντισωμάτων COVID-19 δεν μπορεί να διαγνώσει ενεργή λοίμωξη από κοροναϊό αλλά αν έχετε μολυνθεί κάποια στιγμή στο παρελθόν, ακόμα κι αν αυτό συνέβη πριν από μήνες.