Η Τζούντι Λόντα, μια 55χρονη δασκάλα εικαστικών από το Μπρούκλιν, ανέπτυξε συμπτώματα κοροναϊού δύο ημέρες πριν το κλείσιμο των σχολείων στην πολιτεία της, στα μέσα Μαρτίου.
Η Λόντα εξηγεί στους New York Times ότι ήταν πολύ άρρωστη επί δύο εβδομάδες με «έντονο πόνο στο στήθος που έμοιαζε λες και είχε παρκάρει επάνω της ένα αυτοκίνητο, ενώ ήμουν σχεδόν ανίκανη να πάω από το ένα δωμάτιο στο άλλο». Όμως απέφυγε τη νοσηλεία, μιλώντας τακτικά με τον γιατρό της, έναν ειδικό στα λοιμώδη νοσήματα.
Συμπτώματα που επιμένουν
Μέχρι τον Μάιο είχε αναρρώσει αρκετά ώστε να μπορεί να κάνει περιπάτους στη γειτονιά της, αυξάνοντας σταδιακά τις αποστάσεις που διένυε. Περίμενε ότι θα ανάρρωνε πλήρως. Όμως τώρα, έξι μήνες μετά τη λοίμωξη, εξαντλείται ακόμη και όταν ανεβαίνει μια σύντομη ανηφόρα και αναρωτιέται αν θα ξαναβρεί ποτέ τον αθλητικό, ενεργητικό, υγιή εαυτό της. Τα συμπτώματα παραμένουν παρά το γεγονός ότι ο ιός δεν μπορεί πλέον να ανιχνευθεί στον οργανισμό της.
«Αισθάνομαι καλύτερα για περίπου πέντε μέρες, μπορώ να περπατήσω 1,5 χιλιόμετρο ή περισσότερο και να κάνω γιόγκα, και μετά είμαι ξανά εξαντλημένη για άλλες πέντε ημέρες», τονίζει μιλώντας στους New York Times. «Μια έτσι μία αλλιώς, σαν να υπάρχει διακόπτης, τα ίδια συμπτώματα επαναλαμβάνονται – ένα αίσθημα τεράστιου βάρους στο στήθος, ρίγη, πονόλαιμος, ξηροστομία, μυρμήγκιασμα στο χέρι μου, αρρυθμίες. Ετοιμάζομαι να κοιμηθώ και ξαφνικά αδυνατώ να πάρω ανάσα, νιώθω ότι πνίγομαι και είμαι υποχρεωμένη να σηκωθώ και να περπατήσω. Είναι πραγματικά πολύ, μα πολύ στενάχωρο».
Σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία
Ο κοροναϊός άφησε πίσω του και μια σειρά από προβλήματα υγείας που δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ στο παρελθόν: προδιάθεση για διαβήτη, υψηλή χοληστερίνη, υψηλή πίεση και πρόωρες συστολές της κοιλίας – μια καρδιακή μαρμαρυγή που προκαλείται από επιπλέον χτύπους σε μία από τις δύο καρδιακές κοιλίες. Μιλώντας με άλλους ιαθέντες κοροναϊού στο Facebook, ανακάλυψε ότι και άλλοι βίωναν τα ίδια εμμενή, επανερχόμενα συμπτώματα με την ίδια. Τώρα, που οι μαθητές της επέστρεψαν στις αίθουσες, εκείνη εξακολουθεί να διδάσκει από απόσταση, αφού δεν έχει αρκετή δύναμη για να επιστρέψει στο σχολείο.
Στην αρχή της πανδημίας, οι γιατροί ήταν αναγκασμένοι να εστιάζουν στα οξεία συμπτώματα κοροναϊού, προκειμένου να σώσουν ζωές. Πλέον, πραγματοποιούνται έρευνες για την εκτίμηση των μακροχρόνιων επιπτώσεών του, και την εύρεση μεθόδων πρόληψης και θεραπείας τους. Εγείρονται όλο και περισσότερες ανησυχίες ότι η πανδημία θα οδηγήσει σε «σημαντική αύξηση των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν χρόνιες ασθένειες και αναπηρίες», σύμφωνα με δημοσίευμα του περιοδικού Nature.
Αναπάντητα ερωτήματα
Σε σχόλιό της στο The Lancet Σεπτεμβρίου, διεθνής ομάδα ειδικών στις λοιμώδεις νόσους τόνισαν ότι «δεν γνωρίζουμε τι να πούμε στους ασθενείς μας όταν μας ρωτούν για την πορεία και την πρόγνωσή μας για τα διαρκή προβλήματα που αντιμετωπίζουν». Μεταξύ των αστάθμητων παραγόντων, αναφέρουν: «Προκαλεί η βαριά λοίμωξη από κοροναϊό διαβήτη; Ή άλλες μεταβολικές διαταραχές; Θα αναπτύξουν οι ασθενείς διάμεση πνευμονοπάθεια;»
Επιπλέον, αναρωτιούνται: «Ποια συμπτώματα μπορούν να εξηγηθούν από το άγχος που προκαλεί μια νέα ασθένεια και από την απομόνωση, και ποια είναι δευτερογενείς επιπτώσεις μιας δύσκολης περίπτωσης κοροναϊού;». Αυτή τη στιγμή, τα όσα δεν γνωρίζουμε για τις μακροχρόνιες επιπτώσεις της δυνητικά φονικής ιικής λοίμωξης ξεπερνούν κατά πολύ εκείνα που έχουμε προλάβει να μάθουμε.
Κίνδυνος ακόμη και για τις ήπιες περιπτώσεις
Ένα πράγμα που γνωρίζουμε ήδη: Δεν χρειάζεται κάποιος να νοσήσει βαριά για να αναπτύξει συμπτώματα που επιμένουν επί ολόκληρους μήνες – χωρίς να έχει αποκλειστεί η πιθανότητα η διάρκειά τους να μετριέται σε χρόνια. Ακόμη και ορισμένοι που πέρασαν ήπια την ασθένεια συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν παρεπόμενα προβλήματα υγείας μήνες μετά την ανάρρωσή τους.
Η ποικιλία των συμπτωμάτων που έχουν καταγραφεί είναι τεράστια. Μεταξύ άλλων συχνά αναφέρεται η ασυνήθιστη εξάντληση από σωματικές ή πνευματικές δραστηριότητες, η «ομίχλη εγκεφάλου», η ασταθής θερμοκρασία, τα εξανθήματα, τα προβλήματα μνήμης και η αϋπνία. Σύμφωνα με την Δρ. Ντέινα Μακάρθι, ειδικό αποκατάστασης στο Κέντρο Mount Sinai για την Περίθαλψη μετά τον Κοροναϊό, μοιάζει λες και η αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος στο νέο ιό να απορυθμίζει το νευρικό σύστημα.
Το παράδειγμα του SARS
Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις εκείνων που κατόρθωσαν να επιβιώσουν από τον προηγούμενο διάσημο κοροναϊό, τον SARS, αυξάνουν τις αγωνίες των ειδικών. Σύμφωνα με το Mayo Clinic: «Πολλοί ιαθέντες του SARS ανέπτυξαν σύνδρομο χρόνιας εξάντλησης, μια περίπλοκη διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ακραία εξάντληση που επιδεινώνεται από τη σωματική και πνευματική δραστηριότητα και δεν βελτιώνεται με την ξεκούραση. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τους ασθενείς του σημερινού κοροναϊού».
Ο κοροναϊός μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στους πνεύμονες, την καρδιά και τον εγκέφαλο, αυξάνοντας τον κίνδυνο μακροχρόνιων προβλημάτων υγείας. Σύμφωνα με ειδικούς του Mayo, «Απεικονιστικά τεστ που πραγματοποιήθηκαν μήνες μετά την ανάρρωση από κοροναϊό έχουν δείξει εμμένουσες βλάβες στους καρδιακούς μυς, ακόμη και σε άτομα που βίωσαν ήπια συμπτώματα». Η ασθένεια μπορεί να προκαλέσει μικροσκοπικούς θρόμβους που αποφράσσουν τα τριχοειδή αγγεία της καρδιάς και να τραυματίσει ανεπανόρθωτα τον καρδιακό μυ. Επιπλέον, μπορεί να αποδυναμώσει τα αιμοφόρα αγγεία και να προκαλέσει βλάβες στα νεφρά και το ήπαρ.
Επιπτώσεις στους πνεύμονες
Συγκεκριμένα, ο κοροναϊός είναι ικανός να τραυματίσει τους μικροσκοπικούς αεροφόρους σάκους των πνευμόνων και να προκαλέσει μακροχρόνια αναπνευστικά προβλήματα ακόμη και μετά τη μερική επούλωσή τους. Για παράδειγμα, μια διακεκριμένη καλλιτέχνης ηλικίας 107 ετών από την Ουάσινγκτον, η Μάριλι Σαπίρο Άσερ που παρέμενε ενεργή μέχρι τη λοίμωξη από κοροναϊό την άνοιξη, κατάφερε να νικήσει τα συμπτώματα και να βγει από το νοσοκομείο. Αρκετούς μήνες αργότερα έχασε τη ζωή της εξαιτίας των βλαβών που είχε προκαλέσει ο φονικός ιός στους πνεύμονές της, καθιστώντας τους αδύναμους και γεμίζοντας τους αεροφόρους σάκους με υγρά.
Στην περίπτωση του SARS, έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε ιαθέντες 15 χρόνια μετά τη λοίμωξη, διαπίστωσε ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανάρρωσης των πνευμόνων ολοκληρώθηκε μέσα στα πρώτα δύο χρόνια. Όμως ορισμένες ήπιες πνευμονικές επιπτώσεις εξακολουθούν να ταλαιπωρούν περισσότερο από το ένα τρίτο των ιαθέντων.
Πλήγματα και για τον εγκέφαλο
Τα προβλήματα που προκαλεί η ενεργή λοίμωξη κοροναϊού στον εγκέφαλο περιλαμβάνουν τα εγκεφαλικά επεισόδια, τους σπασμούς και ένα είδος προσωρινής παράλυσης που αποκαλείται σύνδρομο Guillain-Barré. Πολλοί ασθενείς χάνουν την αίσθηση της όσφρησης και της γεύσης κατά τη διάρκεια της λοίμωξης, με ορισμένους να αναφέρουν ότι το σύμπτωμα επιμένει ολόκληρους μήνες μετά την ανάρρωσή τους. Και τα ερωτήματα για το ενδεχόμενο η ασθένεια να αυξάνει τον κίνδυνο μελλοντικής ανάπτυξης νευρολογικών προβλημάτων όπως το Πάρκινσον ή το Αλτσχάιμερ παραμένουν αναπάντητα.
Οι βαρέως νοσούντες ασθενείς κοροναϊού, ιδιαιτέρως εκείνοι που πέρασαν εβδομάδες ή και μεγαλύτερα διαστήματα απομονωμένοι σε ΜΕΘ, είτε ήταν διασωληνωμένοι είτε όχι, μπορούν να αναπτύξουν συμπτώματα μετατραυματικού στρες και χρόνια προβλήματα άγχους και κατάθλιψης. Το ψυχικό τους τραύμα μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενους εφιάλτες και φοβίες που δεν τους επιτρέπει να μείνουν μόνοι τους ή ακόμη και να πέσουν για ύπνο.
Επιδείνωση στην ποιότητα ζωής
Πράγματι, η Λόντα αναφέρει στους New York Times ότι είναι αδύνατον να ξέρει πόσα από τα εμμένοντα συμπτώματά της ή η σοβαρότητά τους είναι αποτέλεσμα του άγχους που προκλήθηκε από τη λοίμωξη ή του φόβου ότι δεν θα είναι ποτέ ξανά το άτομο που ήταν πριν νοσήσει.
Μελέτη σε 179 ιαθέντες κοροναϊού στην Ιταλία, αποκάλυψε ότι το 44,1% «είχε χειρότερη ποιότητα ζωής» μήνες μετά τη λοίμωξη, με μεγάλο μέρος των συμμετεχόντων να κάνει λόγο για διαρκή εξάντληση, δύσπνοια, πόνους στις αρθρώσεις και στο στήθος.
Η εμπειρία της Δρ. Μακάρθι πάντως δείχνει ότι οι ασθενείς κοροναϊού εντέλει βελτιώνονται, παρά το γεγονός ότι τα συμπτώματα τείνουν να διαρκούν καιρό και η ανάρρωση είναι αργή. Προτείνει στους ασθενείς να κάνουν τα πράγματα με πιο αργούς ρυθμούς και να μην πιέζουν τον εαυτό τους να ζήσει όπως ζούσε πριν τον κοροναϊό. Όπως τονίζει, κάτι τέτοιο ενδέχεται να κάνει τα πράγματα χειρότερα.