Από την πρώτη στιγμή που ο κοροναϊός διαχύθηκε στον πλανήτη, οι συμβουλές των ειδικών επικεντρώνονταν στη σημασία της σωστής υγιεινής των χεριών και της απολύμανσης των επιφανειών, προκειμένου να περιοριστεί η μετάδοσή του.
Οι συμβουλές στηρίζονταν σε εκτενείς έρευνες γύρω από τον τρόπο που εξαπλώνονται οι ιοί του αναπνευστικού: Ήταν τα πρώτα συμπεράσματα που μπορούσαν να βγάλουν οι κορυφαίοι επιστήμονες του κόσμου για ένα τόσο καινούργιο παθογόνο.
Όμως καθώς η πανδημία συνέχιζε την πορεία της, και τα στοιχεία γύρω από τον φονικό ιό αυξάνονταν, ορισμένοι ειδικοί άρχισαν να αμφισβητούν αυτή την έμφαση στο πλύσιμο των χεριών ως ζωτική για τη νίκη της ανθρωπότητας απέναντι στον κοροναϊό. Αντιθέτως, άρχισαν να υποστηρίζουν ότι μολυσμένες επιφάνειες, όπως τα πόμολα ή οι διακόπτες – οι «μικροβιοφόροι» επιφάνειες, σύμφωνα με την επίσημη ορολογία – ενδέχεται να μην έχουν τόση σημασία.
Ο ρόλος των αερολυμάτων
Το ζήτημα επανήλθε στην επικαιρότητα όταν η Μόνικα Γκάντι, καθηγήτρια ιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, δήλωσε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Nautilus ότι ο ευκολότερος τρόπος να κολλήσει κανείς τον ιό ήταν μέσω σταγονιδίων και αερολυμάτων που ξέφευγαν από το στόμα ή τη μύτη ενός φορέα.
«Δεν μεταδίδεται μέσα από τις επιφάνειες», είχε δηλώσει η Γκάντι. «Πλέον γνωρίζουμε ότι η ρίζα της εξάπλωσης δεν είναι το άγγιγμα πρώτα σε μια επιφάνεια και έπειτα στο μάτι. Προέρχεται από τη στενή επαφή με κάποιον που εξαπλώνει τον ιό από τη μύτη και το στόμα του, στις περισσότερες περιπτώσεις χωρίς να γνωρίζει ότι το κάνει».
Η Γκάντι δεν ήταν η μόνη που υποστήριζε κάτι τέτοιο. Τα σχόλιά της ήρθαν μετά από ένα πολυσυζητημένο άρθρο στο Lancet, από τον Εμάνουελ Γκόλντμαν, ένας καθηγητή μικροβιολογίας από το Rutgers University του Νιου Τζέρσεϊ. Εκεί, αμφισβητούσε τη σημασία των μελετών που έδειχναν ότι ο ιός μπορεί να επιβιώσει σε επιφάνειες επί σειρά ημερών.
«Κατά τη γνώμη μου», έγραφε, «η πιθανότητα της μετάδοσης μέσω άψυχων επιφανειών είναι πολύ μικρή, και μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας φορέας βήχει ή φτερνίζεται πάνω στην επιφάνεια, και κάποιος άλλος την αγγίζει λίγο αργότερα». Όρισε το «λίγο αργότερα» ως μία με δύο ώρες μετά.
Το πλύσιμο των χεριών παραμένει πολύτιμο
Ο Δρ. Τζούλιαν Τανγκ, επίτιμος αναπληρωτής καθηγητής αναπνευστικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Λάισεστερ, πιστεύει ότι το πλύσιμο των χεριών πρέπει να συνεχιστεί, όμως συμφωνεί ότι ο κίνδυνος της μετάδοσης από μολυσμένες επιφάνειες έχει υπερτονιστεί.
Παραπέμπει σε έγγραφα της συμβουλευτικής ομάδας επιστημόνων για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης της βρετανικής κυβέρνησης (Sage) που εκτιμούν ότι η υγιεινή των χεριών μπορεί να μειώσει τις οξείες λοιμώξεις του αναπνευστικού μόλις κατά 16%. Ταυτόχρονα, προσθέτει, ο ΠΟΥ έχει προειδοποιήσει ότι οι επιφάνειες θα μπορούσαν να αποτελούν μία εκ των πηγών μετάδοσης, όμως παραδέχεται ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στοιχεία που να το αποδεικνύουν.
Ζήτημα προτεραιοτήτων
Ο Τανγκ πιστεύει ότι η εμμονή με τις μολυσμένες επιφάνειες λειτούργησε ως περισπασμός που δεν επέτρεψε στις χώρες να αντιμετωπίσουν με την απαραίτητη σοβαρότητα την μετάδοση του ιού μέσω του αέρα, και υποβάθμισε τη σημασία της χρήσης μάσκας. «Αυτό που λέγαμε πάντα, είναι ότι ο ιός μεταδίδεται από όλες τις διαδρομές. Μπορεί να υπάρχει κάποια μετάδοση από το άγγιγμα μικροβιοφόρων επιφανειών, και σίγουρα δεν λέμε «όχι» στο πλύσιμο των χεριών, όμως η έμφαση που δίνεται είναι λανθασμένη», δήλωσε στον Guardian.
«Έχουν ξοδευτεί πολλά χρήματα, και πολύς χρόνος, στη βαθιά απολύμανση επιφανειών, ενώ ο κύριος κίνδυνος κατά πάσα πιθανότητα είναι οι άνθρωποι που συνομιλούν μεταξύ τους», τόνισε. «Αν είχαμε επενδύσει όλη αυτή την ενέργεια στη χρήση μάσκας από την αρχή, αν είχαμε βάλει όλη την προσπάθεια για το πλύσιμο χεριών και επιφανειών στην καθολική χρήση μάσκας, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα βιώναμε αυτή την ραγδαία επιδημία στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική».
Ανοιχτά ερωτήματα
Το επιχείρημα του Γκόλντμαν στηριζόταν σε έρευνες που έδειχναν ότι τα ίχνη του ιού που επιβίωναν στις επιφάνειες, δεν ήταν «βιώσιμα» λοιμώδη. Όμως ο Γουίλιαμ Κίβιλ, καθηγητής περιβαλλοντικής περίθαλψης στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον, δεν εντυπωσιάζεται από αυτά τα στοιχεία. Οι επιφάνειες στα νοσοκομεία απολυμαίνονταν τακτικά, υπογραμμίζει, επομένως δεν αποτελεί έκπληξη που τα υπολείμματα του ιού που εντοπίζονταν εκεί δεν ήταν μολυσματικά.
Η δουλειά του Κίβιλ και άλλων επιστημόνων έχει δείξει ότι ο κοροναϊός μπορεί να παραμείνει μολυσματικός επί σειρά ημερών σε ορισμένες επιφάνειες. Ωστόσο, εξακολουθεί να μην είναι βέβαιο ποιο ιικό φορτίο απαιτείται για να μεταδοθεί η λοίμωξη, και το πιθανότερο είναι ότι εξαρτάται από το αν ο ιός εισέρχεται στον οργανισμό μέσω των ματιών, της μύτης ή του στόματος, μέσα από μεγάλα σταγονίδια ή μικροσκοπικά αερολύματα ή ακουμπώντας επιφάνειες με μολυσμένα χέρια. Άλλος ένας παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα είναι τα ίδια τα άτομα. Το πόσο επιρρεπής είναι ο καθένας στη λοίμωξη διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. «Ακόμη και μικρό ιικό φορτίο μπορεί να είναι ικανό να μολύνει τους πιο ευάλωτους», σημειώνει.