Τον τελευταίο καιρό γίνεται αρκετή συζήτηση σε σχέση με την κατανάλωση κάποιων ειδών ψαριού όπως ο σολομός και ο ξιφίας και την περιεκτικότητα σε αυτά βαρέων μετάλλων. Για αυτό και δεν είναι λίγοι εκείνοι που αποφεύγουν την κατανάλωσή τους, σκεπτόμενοι την πιθανότητα ύπαρξης υψηλών συγκεντρώσεων βαρέων μετάλλων, όπως ο μόλυβδος και ο υδράργυρος, λόγω της ρύπανσης του περιβάλλοντος.
Τα βαρέα αυτά τοξικά μέταλλα κρύβονται σε πολλά από τα αντικείμενα που καθημερινά χρησιμοποιούμε όπως οι μπαταρίες, χρώματα-βαφές, πλαστικά είδη, λάμπες φθορίου, κόλλες συγκολλήσεως, κ.λπ. Ετσι λοιπόν, ακόμα και αν θεωρήσουμε πως οι βιομηχανίες προσέχουν τα κατάλοιπά τους, όλα τα παραπάνω στοιχεία όταν κάποια στιγμή αποδομηθούν, αποδίδουν ποσά τοξικών μετάλλων στο χώμα και από εκεί μέσω της βροχής και της μεταφοράς τους με το νερό μολύνουν τη θάλασσα και κατά συνέπεια τα ψάρια που ζουν μέσα σε αυτήν.
Οι επιπτώσεις στην υγεία μας
Ο μόλυβδος, σε μεγάλες συγκεντρώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό, μπορεί να προκαλέσει διαταραχές της σύνθεσης της αιμοσφαιρίνης, οδηγώντας το άτομο σε αναιμία, ενώ παράλληλα μπορεί να αποβεί καταστροφικός για το νευρικό σύστημα και το συκώτι. Τα παιδιά είναι ιδιαίτερα ευπαθή στις συγκεντρώσεις μολύβδου. Ο υδράργυρος δρα ως νευροτοξίνη και η αυξημένη συγκέντρωσή του οδηγεί το άτομο σε διαταραχές της συμπεριφοράς, σε αλλοιώσεις της οπτικής οξύτητας, τρέμουλο, αδυναμία συγκέντρωσης, ενώ μπορεί να αποβεί μοιραίος και για τη νεφρική λειτουργία. Τέλος, το κάδμιο μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, νεφρικές βλάβες, προβλήματα στο καρδιαγγειακό και μυοσκελετικό σύστημα, ενώ ενοχοποιείται και για καρκίνο των οργάνων αναπαραγωγής και των πνευμόνων.
Τα όρια
Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) για να διασφαλίσει υψηλά επίπεδα δημόσιας υγείας έχει θεσπίσει με νομοθετική ρύθμιση τα μέγιστα επιτρεπτά επίπεδα για ορισμένες ουσίες που επιμολύνουν τα τρόφιμα. Σε αυτές τις ουσίες συμπεριλαμβάνονται και τα βαρέα μέταλλα. Ο κανονισμός θεσπίζει τα μέγιστα επιτρεπτά όρια για να προστατεύσει την υγεία των πλέον ευαίσθητων πληθυσμιακών ομάδων, όπως π.χ. των παιδιών, των ηλικιωμένων και των εγκύων. Τα ψάρια είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στους περιβαλλοντικούς ρύπους, διότι τα ύδατα μπορούν να μολυνθούν εύκολα από τα βιομηχανικά λύματα.
Ξιφίας και σολομός πιο επιβαρυμένα ψάρια
Ετσι, μετά από διάφορες εκθέσεις των επιπέδων του υδραργύρου σε κάποια είδη ψαριών, όπως ο σολομός και ο ξιφίας, οι ευρωπαϊκές αρχές εξέδωσαν προειδοποιήσεις ότι αυτά τα ψάρια θα πρέπει να αποφεύγονται στην εγκυμοσύνη και στον θηλασμό καθώς και στην παιδική ηλικία. Περιστασιακή κατανάλωση από άλλους καταναλωτές δεν είναι πιθανό να δημιουργήσει πρόβλημα, ωστόσο η πρόσληψη πρέπει να περιορίζεται το πολύ σε μία φορά την εβδομάδα.
Για να είμαστε ασφαλείς
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να περιοριστεί η κατανάλωση ψαριού γενικότερα στη διατροφή μας. Τα ψάρια αποτελούν μια ομάδα εξαιρετικά θρεπτικών τροφίμων και καταλαμβάνουν σημαντική θέση σε ένα ισορροπημένο πρότυπο διατροφής. Ορισμένα από αυτά συγκαταλέγονται στις πλουσιότερες πηγές ω-3 λιπαρών οξέων, ενώ παράλληλα προσφέρουν και άλλα πολύτιμα μικροθρεπτικά συστατικά όπως βιταμίνη A και D, ασβέστιο, φώσφορο, σελήνιο και ψευδάργυρο.
Για τον λόγο αυτόν, οι διεθνείς συστάσεις αναφέρουν πως το ψάρι θα πρέπει να περιλαμβάνεται στο εβδομαδιαίο διαιτολόγιο τουλάχιστον 2 φορές, με τη μία μερίδα να προέρχεται από λιπαρά ψάρια, πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα. Οπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε πως έχει σημασία και το είδος των ψαριών που καταναλώνουμε.
Γενικά, ο κίνδυνος μόλυνσης από ρυπογόνες ουσίες του περιβάλλοντος, όπως είναι τα βαρέα μέταλλα, είναι υψηλότερος στα μεγάλα ψάρια και σε εκείνα που ζουν περισσότερο, καθώς οι ουσίες αυτές έχουν την τάση να συσσωρεύονται στο σώμα των ψαριών. Επομένως, επιλέγοντας μικρότερα ψάρια, όπως για παράδειγμα σαρδέλα και γαύρο έναντι του σολομού και του ξιφία, μπορούμε να εξασφαλίσουμε όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά με μεγαλύτερη ασφάλεια.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Χάρη Γεωργακάκη, κλινικό διαιτολόγο-διατροφολόγο, MSc στην κλινική διατροφή, αντιπρόεδρο του Ελληνικού Ιδρύματος Καρδιαγγειακής Υγείας και Διατροφής