Τι πιο ωραίο από το να εκφράζουμε την τρυφερότητά μας με κάθε τρόπο. Με φιλιά και αγκαλιές αλλά και με πράξεις (η μητέρα που θα μαγειρέψει το αγαπημένο φαγητό του παιδιού της), με λόγια (όπως είναι τα επίθετα ή οι κτητικές αντωνυμίες που χρησιμοποιούμε για να προσφωνήσουμε τον σύντροφό μας, το παιδί μας, τον φίλο μας), αλλά ακόμα και με τον τόνο της φωνής μας. Εχουμε πιθανώς ακούσει ή διαβάσει σχετικά με τη σημασία που έχει η τρυφερότητα που προσφέρει η μητέρα στο βρέφος ώστε αυτό να αναπτύξει μία σχέση εμπιστοσύνης μαζί της και μετά νιώθοντας ασφάλεια να μπορέσει να ανεξαρτητοποιηθεί και να εξερευνήσει με αυτοπεποίθηση τον γύρω κόσμο. Η ανάγκη για τρυφερότητα όμως δεν εξαντλείται στα βρέφη ή στα μικρά παιδιά. Είναι κάτι που χρειαζόμαστε και αναζητούμε όλοι μας, άσχετα από το φύλο ή την ηλικία μας. Εκτός από το προφανές, που είναι η χαρά και η ευχαρίστηση που παίρνουμε από την τρυφερότητα όταν τη δεχόμαστε, έρευνες δείχνουν ότι η τρυφερότητα φαίνεται να μας θωρακίζει και απέναντι στο στρες. Ποιοι όμως είναι περισσότερο τρυφεροί και γιατί; Και παίζουν ρόλο οι εμπειρίες ή τα γονίδια αναφορικά με το πόσο εκδηλώνουμε την τρυφερότητά μας;
Με γενετική προδιάθεση στην τρυφερότητα οι γυναίκες
Απ’ ό,τι φαίνεται τα γονίδια παίζουν ρόλο ακόμα και στο πόσο τρυφερός είναι κανείς. Σύμφωνα με τους επιστήμονες όμως αυτό ισχύει κυρίως όταν πρόκειται για γυναίκες γιατί όσον αφορά στους άνδρες ο ρόλος της γενετικής προδιάθεσης στην τρυφερότητα είναι πολύ περιορισμένος. Ερευνα που διενεργήθηκε σε ζευγάρια διδύμων, τόσο μονοζυγωτικών όσο και διζυγωτικών, και η οποία πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Αριζόνα τονίζει ότι αναφορικά με το πόση τρυφερότητα προτίθεται κάποιος να δείξει αλλά και να δεχθεί, οι γυναίκες πάντα έχουν υψηλότερο σκορ από τους άνδρες. Στο πλαίσιο της έρευνας οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι στις γυναίκες η τρυφερότητα οφείλεται κατά περίπου 50% στα γονίδια και το υπόλοιπο μισό έχει να κάνει με τις κοινωνικές εμπειρίες, τις οικογενειακές τους σχέσεις, τον τρόπο που μεγάλωσαν κ.λπ. Αντίθετα, στους άνδρες σχεδόν το 100% της όποιας τρυφερότητας επιδεικνύουν είναι αποτέλεσμα μάθησης από τον περίγυρό τους και όχι μιας καταγεγραμμένης γενετικής πληροφορίας. Δεν είναι γνωστό το γιατί μόνο οι γυναίκες κληρονομούν μία φυσική τάση προς την τρυφερότητα αλλά είναι βέβαιο ότι είναι πιο τρυφερές από τους άνδρες. Οι ειδικοί εικάζουν ότι πρόκειται ίσως για ένα εξελικτικό χαρακτηριστικό καθώς η τρυφερότητα φαίνεται να βοηθά τις γυναίκες να διαχειριστούν καλύτερα το στρες. Και ίσως έτσι εξηγείται το γιατί οι γυναίκες κληρονομούν το εν λόγω χαρακτηριστικό σε αντίθεση με τους άνδρες. Η έρευνα επίσης έδειξε ότι οι μεμονωμένες εμπειρίες (μέσω των φίλων, των ερωτικών του σχέσεων, των γνωριμιών) που έχει κάποιος παίζουν μεγαλύτερο ρόλο στο πόσο τρυφερός θα είναι τελικά σε σύγκριση με τις εμπειρίες που πηγάζουν από τον τρόπο ανατροφής και την οικογένεια καταγωγής.
Η τρυφερότητα σώζει τα παιδιά
Σύμφωνα με τους επιστήμονες η τρυφερότητα πρέπει να προσφέρεται από τους γονείς στα παιδιά χωρίς μέτρο, καθώς σύμφωνα με έρευνες μπορεί να τα θωρακίσει απέναντι στο στρες που θα βιώσουν αργότερα στη ζωή τους. Η έρευνα έδειξε ότι 30 χρόνια μετά, τα παιδιά των τρυφερών μητέρων ήταν πιο θωρακισμένα και είχαν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση από εκείνα που οι μητέρες τους ήταν ψυχρές. Αλλες έρευνες έχουν επίσης συσχετίσει την τρυφερότητα που παίρνουν τα παιδιά από τη μητέρα τους με αυξημένες ικανότητες όσον αφορά τη μνήμη και τη μάθησή τους καθώς σε μαγνητικές τομογραφίες στις οποίες υποβλήθηκαν φάνηκε να έχουν μακρύτερο ιππόκαμπο (περιοχή στον εγκέφαλο που σχετίζεται με τη μνήμη και τη μάθηση) σε σύγκριση με άλλα παιδιά που είχαν ψυχρές μητέρες.