Οι περισσότεροι περιμένουμε το καλοκαίρι με ανυπομονησία επειδή όλα μας φαίνονται καλύτερα αυτή την περίοδο και πράγματι πολλά βελτιώνονται τους ζεστούς μήνες. Ωστόσο, υπάρχουν και κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα τα φάρμακά μας, που δεν φαίνεται να τα πηγαίνουν τόσο καλά με το καλοκαίρι. Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα φάρμακα που χρησιμοποιούμε είναι πολύ πιθανό να χρειάζονται διαφοροποιήσεις στη δοσολογία τους ή/και προσεκτικότερους χειρισμούς στη φύλαξη ή στη χρήση τους όταν ο καιρός είναι ζεστός, όταν υπάρχει ιδιαίτερη ηλιοφάνεια, υγρασία κ.λπ. Επειδή λοιπόν όλοι χρησιμοποιούμε αλλά και φυλάμε φάρμακα, στο ντουλάπι μας ή στην τσάντα μας, είναι σκόπιμο να έχουμε υπόψη μας τους κανόνες που διέπουν τη σχέση φαρμάκων και καλοκαιρινών μηνών.
Αν παρουσιάσουμε φωτοευαισθησία
Υπάρχουν κάποια φάρμακα αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. καλλυντικά) που εξαιτίας κάποιων συστατικών (π.χ. ρετινόλη) που περιέχουν μπορεί να καταστήσουν το δέρμα μας ευαίσθητο στις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου (ακόμη και όταν η έκθεσή μας στο ηλιακό φως είναι περιορισμένη, για παράδειγμα περπατώντας στην πόλη το πρωί), δηλαδή να μας προκαλέσουν φωτοευαισθησία.
Πώς εκδηλώνεται: Οταν έχουμε φωτοευαισθησία είναι πιθανό να δούμε τα εκτεθειμένα στον ήλιο μέρη του δέρματός μας να κοκκινίσουν, να πρηστούν, να εμφανίσουν φουσκάλες και να μας προκαλούν φαγούρα. Οι αντιδράσεις αυτές μπορεί να μοιάζουν με το ηλιακό έγκαυμα αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα καθώς δεν προκύπτουν επειδή καθίσαμε στον ήλιο περισσότερο από ό,τι έπρεπε. Για να καταλάβουμε καλύτερα τον ρόλο που παίζουν τα φάρμακα που πιθανώς παίρνουμε στο ενδεχόμενο εκδήλωσης φωτοευαισθησίας, αν διακόψουμε την εν λόγω φαρμακευτική αγωγή ή δεν εκτεθούμε καθόλου στο ηλιακό φως, θα δούμε τα συμπτώματα και τον πόνο να αρχίζουν να υποχωρούν σιγά-σιγά μετά από κάποιες μέρες (εξαρτάται από το πόσο χρόνο χρειάζεται το φάρμακο εξαιτίας του οποίου προέκυψαν τα συμπτώματα για να αποβληθεί τελείως από τον οργανισμό μας). Σκόπιμο είναι να έχουμε υπόψη μας ότι η έκταση και η διάρκεια των αντιδράσεων που θα εμφανίσουμε ποικίλλει από άνθρωπο σε άνθρωπο ανάλογα με την ώρα έκθεσης στον ήλιο, την ποσότητα και το είδος του φαρμάκου, την προσωπική μας ευαισθησία, το πόσο ανοιχτόχρωμοι είμαστε. Ο πιο σίγουρος τρόπος πάντως για να νιώθουμε ασφαλείς σχετικά με το αν το φάρμακο που παίρνουμε μπορεί να μας προκαλέσει τέτοιο πρόβλημα ή ποιες προφυλάξεις να πάρουμε, είναι να συμβουλευτούμε για όλα αυτά τον γιατρό μας.
Ποια φάρμακα μπορεί να ευθύνονται: Αντιβιοτικά (π.χ. αυτά που περιέχουν τετρακυκλίνη ή μινοκυκλίνη), διουρητικά, αντιμυκητιασικά, ορισμένα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (σε δόσεις για τη θεραπεία της αρθρίτιδας), κάποια αντιυπερτασικά και αντιαρρυθμικά, ορισμένα φάρμακα για διαβητικούς, ψωραλένια για τη θεραπεία της ψωρίασης, αντιψυχωτικά φάρμακα, ορισμένα φάρμακα κατά του καρκίνου, τοπικά ρετινοειδή που περιέχονται σε αντιρυτιδικές κρέμες και φάρμακα για τη θεραπεία της ακμής, καλλυντικά με άρωμα και κολόνιες.
Πώς θα προστατευτούμε: Κατ’ αρχάς θα πρέπει να αποφεύγουμε τον ήλιο, και επίσης να χρησιμοποιούμε πάντα αντηλιακό με υψηλό δείκτη προστασίας και ιδανικά να προσπαθούμε να μην αφήνουμε ακάλυπτο κανένα μέρος του σώματός μας.
Πού και πώς φυλάσσουμε τα φάρμακά μας το καλοκαίρι
Γενικά τα φάρμακα πρέπει να φυλάσσονται από την απευθείας έκθεσή τους στον ήλιο αλλά και στη ζέστη. Χρειάζεται λοιπόν να τα κρατάμε σε ένα ασφαλές σημείο του σπιτιού μας όπου η θερμοκρασία διατηρείται σταθερή (όχι πολύ χαμηλή, ούτε πολύ υψηλή), δεν έχει υγρασία και δεν το «χτυπάει» ο ήλιος. Γι’ αυτό και πρέπει να αποφεύγουμε να αφήνουμε τσάντες με φάρμακα στο αυτοκίνητο ή στην παραλία (όπου οι θερμοκρασίες μπορεί να φτάσουν να είναι πολύ υψηλές).
Οταν χρειάζεται να αλλάξει η δοσολογία
Υπάρχουν κάποια φάρμακα των οποίων η δράση εντείνεται λόγω της εφίδρωσης που προκαλεί η ζέστη και η παραμονή στον ήλιο. Αυτό συμβαίνει κυρίως με τα αντιυπερτασικά και τα διουρητικά.
Γιατί; Λόγω της αγγειοδιαστολής και της εφίδρωσης που προκαλεί η ζέστη, η πίεση πέφτει σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτήν που έχουμε τους πιο κρύους μήνες. Οπότε όταν κάποιος βρίσκεται ήδη σε θεραπεία με αντιυπερτασικά κινδυνεύει να εμφανίσει υπόταση σε τέτοια περίπτωση. Αντίστοιχα και οι ασθενείς που ακολουθούν αγωγή με διουρητικά καθώς έχουν και έντονη εφίδρωση λόγω της ζέστης, γίνονται πιο ευάλωτοι στην αφυδάτωση, αν δεν αναπληρώνουν επαρκώς τα υγρά που χάνουν, πίνοντας πολλά νερά. Επίσης αυξάνονται οι πιθανότητες που έχουν, σε σχέση με άλλους ανθρώπους, να νοσήσουν από θερμοπληξία, γι’ αυτό και πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί.
Τι μπορούν να κάνουν αυτοί οι ασθενείς; Οι άνθρωποι αυτοί χρειάζονται προσαρμογή της δόσης, σύμφωνα βέβαια πάντα και με τη γνώμη του θεράποντος γιατρού. Εκτός από την πιθανότητα προσαρμογής της δόσης, οι άνθρωποι που παίρνουν τέτοια φάρμακα θα πρέπει επίσης να αποφεύγουν την παραμονή σε ζεστούς χώρους και την πολύωρη έκθεση στον ήλιο κυρίως τις πολύ θερμές ώρες, δηλαδή 12 με 4 το μεσημέρι.
Ποιες ανεπιθύμητες ενέργειες αυξάνονται το καλοκαίρι
Αφορούν κυρίως ψυχιατρικά φάρμακα (αγχολυτικά, αντικαταθλιπτικά, αντιψυχωτικά) που είναι πιθανό να προκαλέσουν ανεπιθύμητες ενέργειες κατά κανόνα σε ανθρώπους που έχουν ξεκινήσει πρόσφατα τη θεραπευτική αγωγή με τα εν λόγω φάρμακα. Ετσι, οι άνθρωποι που παίρνουν αγχολυτικά και αντικαταθλιπτικά μπορεί να υποστούν πτώση της πίεσής τους σε συνδυασμό με τη ζέστη και την αυξημένη εφίδρωση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Αντίστοιχα, και όσοι παίρνουν αντιψυχωτικά (που είναι μία κατηγορία φαρμάκων που μεταβάλλει τη θερμοκρασία του σώματος) μπορεί να κινδυνέψουν από το κακόηθες σύνδρομο από νευροληπτικά, το οποίο εμφανίζεται με υψηλό πυρετό, που μπορεί να ξεπεράσει και τους 41 βαθμούς Κελσίου, διαταραχή του μυϊκού τόνου και διαταραχές από το αυτόνομο νευρικό σύστημα (υπόταση ή υπέρταση, ωχρότητα, ταχυκαρδία). Σε όλες τις περιπτώσεις, οι ειδικοί συμβουλεύουν οι ασθενείς να φροντίζουν να βρίσκονται σε δροσερό περιβάλλον και να αποφεύγουν τον ήλιο. Παρ’ όλα αυτά, οι ψυχίατροι – όπως και οι καρδιολόγοι όσον αφορά τα αντιυπερτασικά και τα διουρητικά – κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στους ασθενείς τους εξηγώντας ότι όλα τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να επεμβαίνουν στη θεραπεία τους χωρίς να συμβουλευτούν τον γιατρό τους καθώς σε αυτή την περίπτωση το αποτέλεσμα μπορεί αν είναι ακόμη πιο επικίνδυνο.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τη δρα Χριστίνα Δάλλα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.