Τουλάχιστον το 40% του παγκόσμιου πληθυσμού των 7,6 δισεκατομμυρίων ανθρώπων θα νοσήσει από τον κοροναϊό SARS-CoV-2 και εκατομμύρια ασθενείς θα πεθάνουν, εκτιμά ο γνωστός ελληνοαμερικανός καθηγητής του Πανεπιστημίου Γέηλ Νίκολας Χρηστάκης, σε άρθρο του στον Economist σχετικά με τις ιδιαιτερότητες και τους κινδύνους της Covid-19.
Όπως αναφέρει, «έχουμε μπροστά μας ένα μακρύ και θλιβερό δρόμο. Γι’ αυτό, καλά θα κάνουμε να αντιδράσουμε σοφά».
Σημειώνει ότι «υπάρχει μια φυσική τάση για εφησυχασμό», ιδίως από τη στιγμή που «ο ίδιος ο ιός είναι τόσο ασυνεπής, όσον αφορά ποιον μολύνει, ποιον αρρωσταίνει και ποιον σκοτώνει».
Ο καθηγητής τονίζει ότι «η εστίαση της προσοχής μόνο στα περιστατικά υπερμετάδοσης είναι απίθανο να αποδειχθεί αποτελεσματική για να σταματήσει η επιδημία. Χρειάζεται ένα ευρύτερο δίχτυ, με περισσότερα τεστ και εντατική ιχνηλάτηση επαφών».
Ζητά, επίσης, να δοθεί μεγάλη προσοχή στο τεράστιο ποσοστό των ασυμπτωματικών ανθρώπων, οι οποίοι μεταδίδουν τον ιό, κάτι που, όπως λέει, απαιτεί εκτεταμένους διαγνωστικούς ελέγχους και γρήγορη -αν όχι άμεση- εξαγωγή αποτελεσμάτων των τεστ.
Όπως επισημαίνει, «μολονότι μερικοί άνθρωποι αντιστέκονται στη χρήση μάσκας, ίσως τελικά συνειδητοποιήσουν ότι αυτό είναι προτιμότερο από το να κλείσει η οικονομία ή να μετριούνται πτώματα».
Μέχρι να βρεθεί και να καταστεί ευρέως διαθέσιμο ένα αποτελεσματικό εμβόλιο, δεν υπάρχει άλλη λύση από το «να ελαχιστοποιηθούν οι κοινωνικές επαφές, να κρατηθούν οι φυσικές αποστάσεις, να γίνονται πολλά τεστ και ναι, να φοράμε μάσκες» υποστηρίζει.
Ο κ. Χρηστάκης, ειδικός σε θέματα κοινωνιών, δικτύων και επιδημιολογίας, συγγραφέας ήδη γνωστών βιβλίων μεταφρασμένων και στα ελληνικά («Συνδεδεμένοι» και «Προσχέδιο: Οι εξελικτικές ρίζες της καλής κοινωνίας»), έχει έτοιμο το νέο βιβλίο του «Το τόξο του Απόλλωνα: Η βαθιά και διαρκής επίπτωση του κορονοϊού στον τρόπο ζωής μας», το οποίο θα κυκλοφορήσει στο εξωτερικό τον Οκτώβριο.
Όπως εξηγεί στον Economist, «τα διακριτά χαρακτηριστικά του ιού πίσω από την πανδημία Covid-19 σημαίνουν ότι αναπόδραστα θα μολύνει ένα μεγάλο ποσοστό του κόσμου, προτού η πανδημία ολοκληρώσει την πορεία της».
Δεν πρόκειται μόνο για το κατά πόσο οι υγειονομικές Αρχές και οι κυβερνήσεις αντιδρούν σωστά (πράγμα που παίζει ρόλο), αλλά επίσης για την επιδημιολογία του ίδιου του νέου ιού, ο οποίος είναι πολύ πιο μεταδοτικός σε σχέση με τον προηγούμενο SARS-CoV-1.
Ο καθηγητής υπογραμμίζει ότι στην περίπτωση του SARS το 2003 μολύνθηκαν μόνο 8.422 άνθρωποι παγκοσμίως και πέθαναν 916, πριν ο ιός τεθεί υπό έλεγχο μέσα σε οκτώ μήνες.
Η θνητότητα του SARS-CoV-1 ήταν περίπου 11% (δηλαδή, πέθαινε ο ένας στους δέκα αρρώστους), πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι τώρα του SARS-CoV-2, που εκτιμάται στο 0,5% έως 1,2%.
Δηλαδή, ο προηγούμενος συγγενικός κοροναϊός ήταν δέκα φορές πιο θανατηφόρος από τον τωρινό.
Όμως, ακριβώς αυτή η φονικότητα βοήθησε παραδόξως στον έλεγχο της εξάπλωσης του SARS και επίσης εξηγεί εν μέρει γιατί ο τρομερός ιός Έμπολα, που σκοτώνει έως το 80-90% των αρρώστων, δεν έχει ξεφύγει από την Αφρική (τουλάχιστον μέχρι στιγμής).
Μολονότι η Covid-19 δε σκοτώνει αναλογικά τόσους ασθενείς, τελικά είναι πιο επικίνδυνη, επειδή εξαπλώνεται πολύ εύκολα, σε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού, άρα συνολικά σκοτώνει πολύ περισσότερους ανθρώπους, όπως αναφέρει ο κ. ο Χρηστάκης.
Επειδή ίσως ακόμη και οι μισοί που κολλάνε το νέο ιό είναι ασυμπτωματικοί, ενώ πολλοί άλλοι έχουν ήπια συμπτώματα τύπου κρυολογήματος ή γρίπης, τόσο οι πολίτες όσο και οι πολιτικοί μπορεί να πάρουν την κατάσταση λιγότερο στα σοβαρά, πράγμα που διευκολύνει την εξάπλωση της πανδημίας.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα, όπως σημειώνει, επειδή ακόμη και στους συμπτωματικούς ο ιός μεταδίδεται προτού καν τα συμπτώματα εμφανιστούν.
Η περίοδος επώασης (ανάμεσα στην αρχική λοίμωξη και στην εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων) διαρκεί από δύο έως 14 ημέρες και κατά μέσον όρο επτά ημέρες.
Από την άλλη, υπάρχει η λεγόμενη «λανθάνουσα περίοδος» του κοροναϊού, ανάμεσα στη στιγμή της έναρξης της λοίμωξης και έως τότε που μπορεί κανείς να κολλήσει άλλους.
Η περίοδος επώασης είναι μεγαλύτερη από τη λανθάνουσα στην περίπτωση του νέου ιού, κάτι που διευκολύνει επίσης τη μετάδοσή του.
Ο τυπικός ασθενής με Covid-19 χρειάζεται περίπου επτά ημέρες για να εκδηλώσει συμπτώματα, αλλά μπορεί ήδη να μεταδίδει τη νόσο για δύο έως τέσσερις ημέρες πριν από τα πρώτα συμπτώματα.
Μάλιστα, μία έως δύο ημέρες πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων είναι η πιο μολυσματική φάση για ένα φορέα του ιού.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)