Το αίμα μας «θυμάται» όλα τα παθογόνα που έχουμε συναντήσει στη διάρκεια της ζωής μας. Κατά πάσα πιθανότητα, το ίδιο ισχύει και για τον νέο κοροναϊό.
Τα αντισώματα είναι η κυριότερη κληρονομιά αυτής της συνάντησης. Τότε γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι που έχουν περάσει τον ιό φαίνεται να μην έχουν αντισώματα;
Σύμφωνα με τους New York Times, φταίνε τα ίδια τα τεστ.
Τα περισσότερα τεστ αντισωμάτων της αγοράς προσφέρουν αδρές, θετικές ή αρνητικές απαντήσεις. Τα τεστ είναι περιβόητα για τα ψευδώς θετικά τους αποτελέσματα, δηλαδή για τις περιπτώσεις που δείχνουν ότι κάποιος έχει αντισώματα για μια ασθένεια που δεν έχει περάσει.
Ψευδώς αρνητικά;
Όμως ο όγκος των αντισωμάτων για τον νέο κοροναϊό σημειώνει σφοδρή πτώση μετά το τέλος της οξείας ασθένειας. Τώρα γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι αυτά τα τεστ είναι ικανά να δώσουν και ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, αποτυγχάνοντας να αναγνωρίσουν αντισώματα για τον κοροναϊό, όταν αυτά βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα.
Επιπλέον, ορισμένα τεστ είναι σχεδιασμένα για να αναγνωρίζουν έναν υπότυπο αντισωμάτων που δεν προσφέρουν ανοσία και ενδέχεται να μειώνονται ακόμη πιο γρήγορα από εκείνα που μπορούν να καταστρέψουν τον ιό.
Αυτό σημαίνει ότι η μείωσή τους δεν συνεπάγεται απαραίτητα και μείωση της ανοσίας, σύμφωνα τουλάχιστον με αρκετούς ειδικούς. Οι μακροπρόθεσμες μελέτες αντισωμάτων, που στοχεύουν στον εντοπισμό της εξάπλωσης του κοροναϊού, δεν αποκλείεται να υποτιμούν επίσης το μέγεθος της παρουσίας του στην εκάστοτε κοινότητα.
Αν το αφήγημα της ανοσίας για τον κοροναϊό μοιάζει να μεταβάλλεται διαρκώς, αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο ιός παραμένει ένα μυστήριο για τους επιστήμονες. Γίνεται όμως όλο και πιο ξεκάθαρο ότι ο νέος ιός σε γενικές γραμμές συμπεριφέρεται όπως και όλοι οι υπόλοιποι.
Τι συμβαίνει με την ανοσία;
Πώς δουλεύει συνήθως η ανοσία σε ιούς; Η αρχική συνάντηση με το παθογόνο – συνήθως κατά την παιδική ηλικία – ξαφνιάζει τον οργανισμό. Η ασθένεια που προκύπτει μπορεί να είναι ήπια ή σοβαρή, ανάλογα με το ιικό φορτίο και την υγεία του παιδιού, την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και τα γενετικά χαρακτηριστικά.
Μια ήπια λοίμωξη μπορεί να οδηγήσει στην παραγωγή μικρού αριθμού αντισωμάτων, και μια οξεία σε πολύ περισσότερα. Η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που κολλούν κοροναϊό έχουν ελάχιστα ή καθόλου συμπτώματα, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, και στην περίπτωσή τους, η απόκριση του ανοσοποιητικού είναι αντιστοίχως ήπια.
Όμως ακόμη και μια μικρή λοίμωξη είναι συχνά αρκετή για να διδάξει στο σώμα μας να αναγνωρίζει τον εισβολέα.
Μετά το τέλος της μάχης, κύτταρα που μοιάζουν με μπαλόνια και τα οποία ζουν στο μυελό των οστών, δημιουργούν με σταθερούς ρυθμούς έναν μικρό αριθμό εξειδικευμένων εκτελεστών. Την επόμενη φορά – και κάθε φορά μετά από αυτή – που το σώμα συναντά τον ιό, αυτά τα κύτταρα παράγουν τεράστιες ποσότητες αντισωμάτων μέσα σε λίγες ώρες.
Η μνημονική αντίδραση γίνεται όλο και πιο ισχυρή με κάθε συνάντηση. Είναι ένα από τα πολλά θαύματα του ανθρώπινου οργανισμού.
Μόλις μια σταγόνα αίματος περιέχει δισεκατομμύρια αντισώματα, τα οποία περιμένουν διαφορετικούς στόχους. Ορισμένες φορές, όπως ενδέχεται να συμβαίνει με εκείνα που σκοτώνουν τον κοροναϊό, είναι τόσο λίγα, ώστε να είναι αδύνατον να υπάρξουν θετικά αποτελέσματα σε αντίστοιχα τεστ. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το άτομο που εξετάζεται δεν έχει ανοσία στον ιό.
Ο ρόλος των Τ λεμφοκυττάρων
Ένας μικρός αριθμός ανθρώπων ενδέχεται να μην παράγει καθόλου αντισώματα για τον νέο κοροναϊό. Ακόμη, όμως, και σε αυτή τη σπάνια περίπτωση, θα έχουν τη λεγόμενη κυτταρική ανοσία, η οποία συμπεριλαμβάνει τα Τ λεμφοκύτταρα που μαθαίνουν να εντοπίζουν και να εξοντώνουν τον ιό. Ουσιαστικά όλοι όσοι μολύνονται με τον νέο κοροναϊό δείχνουν να αναπτύσσουν απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων, σύμφωνα με μια σειρά από πρόσφατες έρευνες.
«Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν ο αριθμός των αντισωμάτων τους είναι χαμηλός, αυτοί οι άνθρωποι που έχουν περάσει τον ιό στον παρελθόν, ενδέχεται να έχουν αρκετά καλή απόκριση των Τ λεμφοκυττάρων ώστε να έχουν ικανοποιητική προστασία», εξηγεί στους New York Times ο Ακίκο Ιβασάκι, ανοσολόγος στο πανεπιστήμιο Γέιλ.
Τα Τ λεμφοκύτταρα είναι πιο δύσκολο να εντοπιστούν και να μελετηθούν. Επομένως, όταν εξετάζεται η ανοσία, τα αντισώματα τραβούν όλη την προσοχή. Ο κοροναϊός φέρει μια σειρά από αντιγόνα – πρωτεΐνες ή τμήματα πρωτεΐνων – που μπορούν να προκαλέσουν την παραγωγή αντισωμάτων από τον ανθρώπινο οργανισμο.
Λάθος αντισώματα;
Τα πιο ισχυρά αντισώματα αναγνωρίζουν ένα τμήμα της πρωτεϊνικής «κορώνας» του κοροναϊού, δηλαδή της περιοχής του που προσκολλάται στους αντίστοιχους υποδοχείς (R.B.D). Τα αντισώματα που αναγνωρίζουν το R.B.D. είναι σε θέση να εξουδετερώσουν τον ιό και να προστατεύσουν τον οργανισμό από τη λοίμωξη.
Όμως αρκετά από τα διαθέσιμα τεστ εξετάζουν το σώμα για αντισώματα σε μια πρωτεΐνη που λέγεται νουκλεοκαψίδιο (ή «Ν») και η οποία είναι συνδεδεμένη στο γενετικό υλικό του ιού.
Ορισμένοι επιστήμονες έχουν ξαφνιαστεί από τη συγκεκριμένη επιλογή.
«Θεέ μου, δεν το είχα συνειδητοποιήσει αυτό. Είναι τρελό!», είπε στους New York Times η Άντζελα Ράσμουσεν, ιολόγος στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. «Είναι περίεργο να σχεδιάζει κανείς ένα τεστ που δεν ελέγχει τον οργανισμό για αυτό που πιστεύουμε ότι είναι το κύριο αντιγόνο».
Η πρωτεΐνη Ν υπάρχει σε αφθονία στο αίμα και η εξέταση για αντισώματα εναντίον της παράγει ένα εντονότερο σήμα από ό,τι τα τεστ για αντισώματα για την «κορώνα». Επειδή τα τεστ αντισωμάτων χρησιμοποιούνται για να εντοπίσουν παλιές λοιμώξεις, όμως, οι κατασκευαστές πλέον είναι υποχρεωμένοι να αποδείξουν ότι τα αντισώματα για τα οποία εξετάζουν τον οργανισμό τα τεστ τους είναι όντως εκείνα που παρέχουν ανοσία απέναντι στον ιό.
Τι υποστηρίζουν οι κατασκευαστικές εταιρείες
Υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Ορισμένες εκθέσεις αναφέρουν ότι τα αντισώματα στο ιικό νουκλεοκαψίδιο ενδέχεται να μειώνονται ταχύτερα από εκείνα απέναντι στο R.B.D. ή σε ολόκληρη την κορώνα – δηλαδή εκείνα που είναι όντως αποτελεσματικά.
Στις ΗΠΑ εκατομμύρια άνθρωποι έχουν κάνει τεστ που εξετάζουν για αντισώματα στην πρωτεΐνη Ν. Οι κατασκευαστικές εταιρείες απαντώντας στους New York Times επικαλέστηκαν διάφορους παράγοντες για την υπεράσπιση των τεστ τους, από το ότι παρέχουν 100% ακρίβεια για τις πρώτες 17 ημέρες μετά τη λοίμωξη μέχρι το ότι τα αποτελέσματά τους φαίνεται να σημειώνουν ορισμένες διακυμάνσεις ορισμένες ημέρες μετά, όχι όμως και ουσιώδη μείωση.
Ανάγκη για επιφύλαξη
Οι ειδικοί, πάντως, συνιστούν επιφύλαξη. Μέχρι να έχουμε περισσότερες πληροφορίες για τη σημασία των τεστ αντισωμάτων, όπως λένε, πρέπει να λειτουργούμε ως εάν δεν είχαμε καμία ανοσία απέναντι στον ιό.
Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν καταληκτικές πληροφορίες για τα επίπεδα αντισωμάτων που απαιτούνται για την επίτευξη ανοσίας ούτε για τη διάρκεια της προστασίας που προσφέρουν. «Νομίζω ότι πλησιάζουμε όλο και περισσότερο σε αυτή τη γνώση», υποστηρίζει ο Δρ. Ιβασάκι.