Οι ουρολοιμώξεις είναι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος που προκαλούνται από παθογόνους μικροοργανισμούς. Υπό κανονικές συνθήκες, τα βακτήρια που εισέρχονται από την ουρήθρα στο ουροποιητικό σύστημα απομακρύνονται γρήγορα με την ούρηση, πριν προλάβουν να εγκατασταθούν και να δημιουργήσουν φλεγμονή. Ωστόσο, ορισμένες φορές βρίσκουν μειωμένη τη φυσική άμυνα του οργανισμού και δρουν ανενόχλητα. Πρόκειται για τον δεύτερο συχνότερο τύπο λοιμώξεων, που «προτιμά» κυρίως τις γυναίκες. Υπολογίζεται ότι περίπου το 20-30% του γυναικείου πληθυσμού θα εμφανίσει ουρολοίμωξη τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του. Αντίθετα, για τους άνδρες δεν είναι τόσο συχνές, αλλά συνήθως έχουν πιο έντονα συμπτώματα και απαιτούν θεραπεία μεγαλύτερης διάρκειας.
Η λοίμωξη σε γυναίκες και άνδρες
Τα μικρόβια που εισβάλλουν στο ουροποιητικό σύστημα στην πλειονότητα των περιπτώσεων μολύνουν την ουροδόχο κύστη (κυστίτιδα). Ωστόσο, μπορεί να προκαλέσουν μόλυνση και στην ουρήθρα (ουρηθρίτιδα), κάτι που συμβαίνει κυρίως στους άνδρες, καθώς επίσης και στον προστάτη (προστατίτιδα), λοίμωξη που μπορεί να είναι οξεία ή χρόνια. Σπανιότερα, τα μικρόβια μπορεί να προκαλέσουν λοίμωξη και στα νεφρά (πυελονεφρίτιδα). Η κατάσταση αυτή είναι ιδιαίτερα σοβαρή και χρήζει άμεσης και αποτελεσματικής αντιμετώπισης, διότι μπορεί να οδηγήσει σε βλάβες των νεφρών.
Που οφείλεται;
Οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις ουρολοιμώξεις για ανατομικούς λόγους. Η γυναικεία ουρήθρα έχει μικρότερο μήκος από την ανδρική και απέχει ελάχιστα από τον κόλπο και τον πρωκτό, όπου φυσιολογικά υπάρχουν αποικίες μικροβίων, με αποτέλεσμα να επιμολύνεται ευκολότερα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι η συντριπτική πλειονότητα των ουρολοιμώξεων προκαλείται από το βακτήριο Escherichia coli (E. coli), που ζει στο έντερο. Βέβαια, οι ουρολοιμώξεις μπορεί να είναι και αποτέλεσμα οποιασδήποτε απόφραξης στο ουροποιητικό σύστημα, η οποία παρεμποδίζει τη ροή και την πλήρη αποβολή των ούρων, όπως η ύπαρξη λίθων στα νεφρά ή στους ουρητήρες (λιθίαση), τυχόν στενώματα στην ουρήθρα ή η υπερτροφία του προστάτη.
Τα συμπτώματα
Τα συνηθέστερα συμπτώματα μιας ουρολοίμωξης είναι το αίσθημα καύσου και πόνου στην περιοχή της κύστης κατά την ούρηση, η συχνουρία με κύριο χαρακτηριστικό την αποβολή πολύ μικρής ποσότητας ούρων, η επιτακτική ούρηση που μπορεί να φτάσει μέχρι και την ακράτεια, η νυκτουρία, τα θολά και δύσοσμα ούρα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει και παρουσία αίματος. Όταν η αιματουρία παρουσιάζεται ως μοναδικό σύμπτωμα, θα πρέπει να ελέγχεται, διότι ενδέχεται να αποτελεί ένδειξη για κάποια σοβαρότερη πάθηση. Σε λοιμώξεις του ανωτέρου ουροποιητικού (πυελονεφρίτιδα) μπορεί να εμφανιστεί πόνος στην κοιλιά, αδυναμία, πυρετός, ρίγη ή ναυτία.
Οι ουρολοιμώξεις που υποτροπιάζουν
Εκτιμάται ότι το 20% των γυναικών υποφέρουν από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις. Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι κάθε επιπλέον επεισόδιο αυξάνει τον κίνδυνο να ξανασυμβεί. Στις γυναίκες που αντιμετωπίζουν τουλάχιστον 3 επεισόδια κάθε χρόνο γίνεται πλήρης ουρολογικός έλεγχος, ώστε να βρεθεί το αίτιο που προδιαθέτει στο πρόβλημα και συνήθως συστήνεται η χορήγηση μιας χαμηλής δόσης αντιβιοτικού καθημερινά για διάστημα κάποιων μηνών ή εναλλακτικά μια δόση αντιβιοτικού μετά από κάθε σεξουαλική επαφή. Διαφορετική αγωγή ακολουθούν οι έγκυες γυναίκες, οι οποίες, χωρίς την καθοδήγηση γιατρού, απαγορεύεται να λαμβάνουν φάρμακα, διότι ενδέχεται να βλάψουν την κύηση.
Η διάγνωση
Αρχικά απαιτείται η καλλιέργεια ούρων, ώστε να ταυτοποιηθεί το μικρόβιο, και κατόπιν το αντιβιόγραμμα, για να προσδιοριστούν τα αντιβιοτικά στα οποία είναι ευαίσθητο. Ανάλογα με τα ευρήματα και το ιστορικό του ασθενούς, ο ουρολόγος θα αποφασίσει για το αντιβιοτικό που θα πρέπει να ληφθεί, καθώς και για τη διάρκεια της θεραπείας. Στις περιπτώσεις των ουρολοιμώξεων που υποτροπιάζουν, απαιτείται λεπτομερής ανάλυση του ιστορικού του ασθενούς, ώστε να εντοπιστούν τα αίτια. Το υπερηχογράφημα, η πυελογραφία και η κυστεοσκόπηση είναι οι διαγνωστικές εξετάσεις που μπορούν να αποκαλύψουν τυχόν ανατομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες του ουροποιητικού συστήματος.
Ποιοι οργανισμοί είναι πιο ευάλωτοι;
Εκείνοι που ταλαιπωρούνται περισσότερο από τις ουρολοιμώξεις είναι όσοι υιοθετούν κακές συνήθειες, π.χ. αναβάλλουν συστηματικά την ούρηση για αργότερα, ακόμη και όταν η επιθυμία είναι επιτακτική, παραμελούν την υγιεινή της ευαίσθητης περιοχής ή δεν πίνουν πολύ νερό. Ιδιαίτερες προφυλάξεις πρέπει να λαμβάνουν οι έγκυες γυναίκες, καθώς διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να πάθουν ουρολοίμωξη σε σχέση με τις υπόλοιπες. Ο λόγος είναι ότι το έμβρυο ασκεί πίεση στο ουροποιητικό τους σύστημα και κυρίως στους ουρητήρες, με αποτέλεσμα να προκαλείται απόφραξη και στάση των ούρων. Επιπλέον, μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη, δεδομένου ότι τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στα ούρα αποτελούν «τροφή» για τα μικρόβια, εκείνοι οι οποίοι υποφέρουν από παθήσεις που συχνά συνοδεύονται από νευροπάθεια της κύστης (π.χ. σκλήρυνση κατά πλάκας), όσοι έχουν «πεσμένο» ανοσοποιητικό, αλλά και όσοι έχουν μόνιμο καθετήρα.
Μέτρα πρόληψης
Ένα μεγάλο ποσοστό επεισοδίων ουρολοίμωξης θα μπορούσε να αποφευχθεί με τη βοήθεια της πρόληψης. Γι’ αυτό, οι ειδικοί συνιστούν να:
1. Πίνουμε άφθονα υγρά και κυρίως νερό, το οποίο βοηθά στην παραγωγή ούρων και επομένως στην απομάκρυνση τυχόν μικροβίων από την κύστη.
2. Επισκεπτόμαστε την τουαλέτα όποτε νιώθουμε την ανάγκη και ειδικά πριν και μετά από κάθε σεξουαλική επαφή, ώστε να απομακρύνονται από τον οργανισμό τα μικρόβια πριν εγκατασταθούν στην ουροδόχο κύστη.
3. Βεβαιωνόμαστε ότι αδειάζει εντελώς η κύστη μας κάθε φορά που ουρούμε.
4. Σκουπιζόμαστε με φορά από εμπρός προς τα πίσω, ώστε να μη μεταφέρονται τα μικρόβια από τον πρωκτό στην ουρήθρα και τον κόλπο.
5. Φροντίζουμε καθημερινά την υγιεινή της ευαίσθητης περιοχής, αλλά να αποφεύγουμε τις υπερβολές και τη χρήση κολπικών αντισηπτικών, που διαταράσσουν το pΗ του κόλπου.
6. Προτιμάμε τα βαμβακερά εσώρουχα αντί για τα συνθετικά και να αποφεύγουμε τα στενά παντελόνια, διότι δεν αφήνουν την ευαίσθητη περιοχή να «αναπνέει». Ως γνωστόν, το ζεστό και υγρό περιβάλλον ευνοεί τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων.
7. Σιγουρευόμαστε ότι η χρήση αντισυλληπτικών (σπιράλ, διάφραγμα, σπερματοκτόνα) δεν μας κάνει πιο ευάλωτες στις λοιμώξεις