Ο Νίκος Μουτσινάς μίλησε για την διαφορετικότητα, τα ρατσιστικά σχόλια και η προσωπική του ζωή στο περιοδικό Down Town Κύπρου.
Ποιο είναι το πιο ρατσιστικό σχόλιο που έχεις ακούσει ποτέ για σένα;
Διάφορα. «Φαλακρός», «που…ρα», «βλάκας», ηλίθιος», «χωρίς πατέρα». Για το τελευταίο μάλιστα είχα υποστεί bullying, επειδή οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι, κι αυτό τότε -τη δεκαετία του ’80- δεν ήταν σύνηθες. Ευτυχώς, αυτό έχει κάπως ξεπεραστεί, σε βαθμό που πλέον έχει «περάσει» ως κάτι το φυσικό – «εντάξει, δεν είναι και κάτι το ιδιαίτερο που οι γονείς σου χώρισαν». Πιο παλιά ήταν η «ζωντοχήρα», η δακτυλοδεικτούμενη. Τώρα, δεν υπάρχει ούτε αυτό. Και, προφανώς, αυτά σταματούν να συμβαίνουν όταν πολλαπλασιαστούν στον κόσμο και περνούν πια ως μία κανονικότητα.
Πώς αντιδρούσες, ως παιδί, σ’ αυτά τα σχόλια;
Η αλήθεια είναι πως με στενοχωρούσαν. Κι έχω στενοχωρηθεί πολύ για διάφορα, κατά καιρούς. Από τότε δε που ξεκίνησα και με την τηλεόραση έχω ακούσει κι άλλα σχόλια, μερικά από αυτά βαρβάτα – «ατάλαντος», «ποιος νομίζει ότι είναι;», «είναι ή δεν είναι gay;» κλπ. Και μετά έρχεται ο κάθε ένας και βγάζει επάνω σου τον «εμετό» του – ξερνάει προς τα έξω ό,τι είναι και μέσα. Και, ξέρεις, όταν κάποιος έχει ήδη τα δικά του «θέματα», είσαι πολύ εύκολος στόχος. Θες να το πάρεις από τα κιλά, θες από την κοινωνική τάξη, θες από την επιλογή συντρόφου; Κι έτσι, ο συγκεκριμένος άνθρωπος γίνεται η εύκολη «λεία».
Αυτό, ευτυχώς, το συνειδητοποίησα ικανοποιητικά νωρίς – «Τι σε νοιάζει, ρε φίλε; Γιατί ασχολείσαι;». Το ζητούμενο είναι πώς διαμορφώνεται τελικά η όποια άποψη. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα. Γιατί ένα παιδί που δεν έχει παραπάνω κιλά, έχει την ελευθερία να κοροϊδεύει ένα άλλο που έχει; Πού σταματάει η ελευθερία σου και πού αρχίζει η ελευθερία του άλλου; Και, βρε παιδί μου, τι κερδίζεις τελικά κοροϊδεύοντας κάποιον άλλον; Όλο αυτό, λοιπόν, μας πηγαίνει πιο πίσω, στην οικογένεια.
Εσύ, ένιωσες ποτέ μη αποδεκτός από το περιβάλλον σου;
Όχι. Ποτέ. Ούτε μία στιγμή. Μπορεί να βοήθησε πολύ κι ο χαρακτήρας μου σ’ αυτό. Ήμουν, άλλωστε, πάντα ένα παιδί πολύ κοινωνικό, ανοικτό, που έκανε την πλάκα του, που έκανε τους άλλους να γελάνε κι αυτό είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα «εισιτήριο» σε κάποια πράγματα.
Ούτε σε απασχόλησε ποτέ, σε οποιοδήποτε στάδιο της ζωής σου, το «τι θα πει η γειτονιά»; Αυτός ο «περίγυρος»…
Στην αρχή, φυσικά. Όταν φεύγεις πια απ’ το σχολείο όπου ήδη έχεις δει τι «παίζει» και βγαίνεις στον «κανονικό» κόσμο, με «κανονικές» προσωπικότητες, αρχίζεις να συνειδητοποιείς πώς πάει η κατάσταση. Και συντάσσεσαι ή με αυτούς ή απέναντι από αυτούς. Το προσβλητικό σ’ αυτό είναι οι άνθρωποι που δεν μπορούν να αντιληφθούν το πιο απλό του πράγματος, ότι είμαστε όλοι ίδιοι. Και κάπου εκεί πρέπει να αποφασίσεις: Θα πάω, τελικά, μ’ αυτούς ή με τους άλλους; Προσωπικά, είχα την τύχη, τη μεγάλη τύχη, να μην μπω ποτέ σε τέτοιου είδους διλήμματα.
Με τη μαμά σου συζητούσες για την προσωπική σου ζωή;
Φυσικά. Τα λέγαμε τα πράγματα. Κι οι μάνες, ξέρεις, είναι πολύ δυνατές στο τι θα τους πει το παιδί τους – αυτό κατάλαβα εγώ. Θα σου πω το εξής: Με ξεπερνάει -και χρησιμοποιώ «ήπιο» ρήμα- όταν ακούω παιδιά που τους έχει πει η οικογένειά τους να φύγουν απ’ το σπίτι, που τους διώχνει – είτε αυτό έχει να κάνει με ουσίες, είτε με την επιλογή συντρόφου του ίδιου φύλου ή τον επαναπροσδιορισμό φύλου. Δεν θα μπορέσω ποτέ να καταλάβω τι είναι αυτό που καίει στον εγκέφαλο ενός γονιού, ώστε να μπορέσει να κόψει τον δεσμό με το παιδί του για τους οποιουσδήποτε λόγους. Επειδή το παιδί λέγεται Κώστας και αποφάσισε να βγαίνει με τον Γιάννη και όχι με τη Μαρία; Δεν πιστεύω ότι θα καταλάβω ποτέ τη στάση αυτού του γονιού – κι ούτε θέλω ποτέ να την καταλάβω!