Κορυφαίοι επιστήμονες εντόπισαν λάθη σε επιδραστική έρευνα του ΠΟΥ, σε σχέση με τον κίνδυνο μόλυνσης από κοροναϊό, και τονίζουν ότι δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται ως απόδειξη πως ο κανόνας που καλεί σε φυσική απόσταση δύο μέτρων μεταξύ των πολιτών είναι υπερβολικός.
Οι επικριτές της συγκεκριμένης οδηγίας, η οποία ορίζει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να τηρούν απόσταση δύο μέτρων μεταξύ τους, θεωρούν ότι πρόκειται περί υπερβολής. Ως εκ τούτου βιάστηκαν να χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα σχετική έρευνα του ΠΟΥ, η οποία προτείνει ότι μια μείωση από τα 2 στο 1 μέτρο αυξάνει ελάχιστα τον κίνδυνο λοίμωξης, ανεβάζοντάς τον από το 1,3% στο 2,6%.
Ωστόσο, επιστήμονες που μελέτησαν με προσοχή τα στοιχεία, ανακάλυψαν σφάλματα που κατά τη γνώμη τους υποβαθμίζουν την αξία των ευρημάτων σε βαθμό που αυτά να μην μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστα στο πλαίσιο των προσπαθειών επιστημόνων και υπουργών να ορίσουν τι συνιστά ασφαλές επίπεδο κοινωνικής αποστασιοποίησης.
Σε επιφύλαξη καλούν οι επιστήμονες
«Η ανάλυση του κινδύνου λοίμωξης στο 1 και στα 2 μέτρα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με μεγάλη επιφύλαξη», τονίζει ο καθηγητής Ντέιβιντ Σπίγκελχαλτερ, στατιστικός στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, ο οποίος συμμετείχε στην ειδική επιτροπή επιστημόνων που συμβούλευε την βρετανική κυβέρνηση για τη διαχείριση της πανδημίας (Sage). «Είμαι εξαιρετικά καχύποπτος απέναντί της».
Ο Κέβιν Μακκόνγουεϊ, καθηγητής εφαρμοσμένης στατιστικής στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, προχωρά ακόμη περισσότερο και χαρακτηρίζει την ανάλυση ακατάλληλη. Σύμφωνα με τον ίο η συγκεκριμένη δουλειά «δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε επιχειρήματα γύρω από το μέγεθος του κινδύνου λοίμωξης στο ένα μέτρο σε σχέση με τα δύο μέτρα φυσικής απόστασης».
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Lancet, είναι η τελευταία σε μια σειρά επιστημονικών ερευνών που έχουν δεχθεί τα πυρά των ειδικών, οι οποίοι φοβούνται πως εν μέσω πανδημίας, ορισμένα επιστημονικά άρθρα γράφονται, εξετάζονται και δημοσιεύονται υπερβολικά γρήγορα ώστε να μπορούν να εφαρμοστούν επαρκείς έλεγχοι για την αξιοπιστία τους. Νωρίτερα αυτό το μήνα, το Lancet και άλλη μια κορυφαία επιστημονική έκδοση, το New England Journal of Medicine, αναγκάστηκαν να αποσύρουν έρευνες για τον κοροναϊό, μετά την αποκάλυψη σφαλμάτων.
Πώς θα επηρεάσει η κριτική των ερευνητών τα βρετανικά σχέδια χαλάρωσης των μέτρων;
Οι αμφιβολίες για την έρευνα προέκυψαν τη στιγμή που ο Μπόρις Τζόνσον ανακοίνωνε την επίσημη επανεξέταση του κανόνα φυσικής αποστασιοποίησης δύο μέτρων, τα αποτελέσματα της οποίας αναμένεται να ανακοινωθούν πριν τις 4 Ιουλίου, δηλαδή την πιο σύντομη ημερομηνία κατά την οποία ενδέχεται να επαναλειτουργήσουν οι παμπ και τα εστιατόρια της Αγγλίας. Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Τζόνσον δεχόταν έντονες πιέσεις από βουλευτές των Συντηρητικών υπέρ της χαλάρωσης του συγκεκριμένου κανόνα, προκειμένου να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις και ιδίως εκείνες που ανήκουν στον τομέα της εστίασης.
Ποια προβλήματα εντοπίζουν οι επιστήμονες
Υπό την καθοδήγηση ερευνητών του Πανεπιστημίου McMaster στο Οντάριο, η έκθεση άντλησε στοιχεία από προγενέστερες μελέτες για να εκτιμήσει τον κίνδυνο προσβολής από τον ιό σε διαφορετικές αποστάσεις. Επιπλέον, εξετάζει το κατά πόσον οι μάσκες και τα προστατευτικά γυαλιά θα μπορούσαν να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού.
Όμως κατά την ανάλυσή τους οι συγγραφείς υποθέτουν ότι η επίδραση της μετακίνησης από τα 2 στο 1 μέτρο είναι ανάλογη με εκείνη που παρατηρείται από τη μετακίνηση από το 0 στο 1 μέτρο.
Ο Μάκκονγουεϊ πιστεύει ότι υπάρχει και ένα ακόμη πιο θεμελιώδες πρόβλημα στον τρόπο που συγκρίνονται οι κίνδυνοι λοίμωξης σε διαφορετικές αποστάσεις εντός της έρευνας. Συγκεκριμένα, όπως δήλωσε στον Guardian:
«Η μέθοδος σύγκρισης σε διαφορετικές αποστάσεις που χρησιμοποιείται στη μελέτη είναι ακατάλληλος αν θέλουμε να μάθουμε πώς συγκρίνεται ο κίνδυνος στο μίνιμουμ των δύο και στο μίνιμουμ του ενός μέτρου. Δεν υποστηρίζει και δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται για επιχειρήματα υπέρ της μείωσης της υποχρεωτικής απόστασης στο όριο του ενός μέτρου».
Άλλος ένας καθηγητής, ο Μπεν Κάουλινγκ, ο οποίος εργάζεται στο Συνεργατικό Κέντρο του ΠΟΥ για την Επιδημιολογία και τον Έλεγχο Μεταδοτικών Ασθενειών, στο Πανεπιστήμιο του Χονγκ Κονγκ, εντοπίζει περαιτέρω προβλήματα. Σύμφωνα με tweet του «δεν λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του τη συγκεκριμένη μελέτη», καθώς εξετάζει μόνο την απόσταση και όχι τον χρόνο έκθεσης του κάθε ατόμου.
Ζήτημα βιασύνης;
Ο Μάκονγουεϊ αναφέρει ότι έχει υποβάλει ερωτήματα γύρω από την ανάλυση στους συγγραφείς της και αναμένει την απάντησή τους. Πιστεύει ότι κατά τη διασταύρωση των στοιχείων από το Lancet και τον ΠΟΥ, τα προβλήματα θα έπρεπε να είχαν εντοπιστεί. «Νομίζω ότι βιάστηκαν τόσο πολύ – οι συγγραφείς, πιθανώς ο ΠΟΥ και οι επιμελητές του Lancet – ώστε να μην παρατηρήσουν σημαντικά προβλήματα», σημειώνει.
«Όλοι πιστεύουν ότι οι κίνδυνος αυξάνεται όταν η απόσταση μειώνεται από τα δύο στο ένα μέτρο, όμως πρέπει να ξέρουμε σε τι βαθμό ώστε να αποφασίσουμε αν τα πλεονεκτήματα ξεπερνούν τα προβλήματα. Αν δεν γνωρίζουμε πόσο αυξάνεται ο κίνδυνος, ουσιαστικά κινούμαστε στην τύχη», υπογραμμίζει ο Μάκονγουεϊ.
Σε δήλωσή του ο ΠΟΥ αναφέρει ότι προτείνει την τήρηση αποστάσεων από ένα μέτρο και πάνω:
«Τα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για να καταλήξουμε σε αυτή την οδηγία στηρίχτηκαν σε συστηματικό έλεγχο όλων των διαθέσιμων σχετικών ερευνών που αφορούν τα προστατευτικά μέτρα περιορισμού της μετάδοσης των κοροναϊών που προκαλούν Sars, Mers και Covid-19. Αφού εξετάσαμε τη συνάφειά τους, συμπεριλάβαμε 44 συγκριτικές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε νοσοκομειακά και μη-νοσοκομειακά περιβάλλοντα».
«Τα ευρήματα αυτής της συστηματικής εξέτασης και μετα-ανάλυσης υποστηρίζουν την φυσική αποστασιοποίηση ενός μέτρου και άνω, πράγμα που αποτελεί και το μίνιμουμ της υπάρχουσας σύστασης του ΠΟΥ που ορίζει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να τηρούν αποστάσεις τουλάχιστον ενός μέτρου», αναφέρει ο ΠΟΥ.
Πηγή: www.theguardian.com