Η Ρενέ Κάθλιν Ζελβέγκερ γεννήθηκε στις 25 Απριλίου του 1969 στο Τέξας από μετανάστες γονείς. Μετά το σχολείο, όπου ήταν μαζορέτα και ενεργό μέλος της αθλητικής κοινότητας, ακολούθησε σπουδές αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας. Στο πλαίσιο των σπουδών της, επέλεξε ένα μάθημα υποκριτικής και κάπως έτσι ανακάλυψε το πραγματικό της πάθος.

Άρχισε να παίρνει μικρούς ρόλους σε διαφημιστικά και ανεξάρτητες παραγωγές μέχρι που έγινε ευρέως γνωστή μέσα από την ταινία «Τζέρι Μαγκουάιρ» (1996), όπου πρωταγωνίστησε μαζί με τον Τομ Κρουζ.

Η απόλυτη επιτυχία για τη Ζελβέγκερ ήρθε το 2001, όταν πήρε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη ρομαντική κομεντί «Το Ημερολόγιο της Μπρίτζετ Τζόουνς». Για τις ανάγκες του ρόλου πήρε 15 κιλά και έμαθε να μιλάει με βρετανική προφορά, ενώ κάπνιζε φυτικά τσιγάρα. Με αυτόν τον εμβληματικό ρόλο κέρδισε την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ, επισφραγίζοντας την τεράστια επιτυχία της. Ακολούθησε η συμμετοχή της στο μιούζικαλ «Σικάγο» (2002), όπου ξεχώρισε με την ερμηνεία της και κέρδισε τη δεύτερη υποψηφιότητά της για Όσκαρ, μόλις ένα χρόνο μετά την πρώτη. Το 2003, η καριέρα της έφτασε στο απόγειό της με τη Ζελβέγκερ να κερδίζει τελικά το πρώτο της Όσκαρ για την ερμηνεία της στο πολεμικό δράμα «Επιστροφή στο Cold Mountain».

Το δεύτερο μέρος της ταινίας «Μπρίτζετ Τζόουνς» βγήκε στις αίθουσες το 2004 σημειώνοντας τεράστια επιτυχία και στη συνέχεια η Ζελβέγκερ πρωταγωνίστησε σε διάφορες κινηματογραφικές παραγωγές («Cinderella Man», «Miss Potter», «New in Town», «Case 39»), μέχρι που το 2010 αποφάσισε να μείνει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.

Μετά από έξι χρόνια αποχής από την υποκριτική, η Ζελβέγκερ έκανε το κινηματογραφικό της comeback με το τρίτο μέρος της ταινίας «Μπρίτζετ Τζόουνς» (2016). Το 2019 κατάφερε για ακόμη μία φορά να κερδίσει τις εντυπώσεις αλλά και το δεύτερο Όσκαρ της, ενσαρκώνοντας τη Τζούντι Γκάρλαντ στη βιογραφική ταινία «Τζούντι». Για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρόλου έκανε δεκάδες ώρες μαθήματα μουσικής και χορού, ενώ παράλληλα διάβαζε συνεχώς για τη γυναίκα-θρύλο που έγινε γνωστή ως Ντόροθι στο «Ο Μάγος του Οζ».

Η fitness συνήθειά της

 

«Το τρέξιμο είναι η γυμναστική της επιλογής μου. Είναι η διέξοδός μου, το μόνο πράγμα που κάνω κατά τη διάρκεια της ημέρας και είναι αποκλειστικά για εμένα την ίδια. Δε θέλω να γυμναστώ με personal trainer και δε θέλω να πάω με φίλους στο γυμναστήριο. Τρέχοντας έχω τη μοναξιά μου και το χρειάζομαι αυτό.»

Η ιδανική ημέρα στο σπίτι

 

«Χωρίς ξυπνητήρι. Με άφθονο τσάι. Να κάθομαι έξω όλο το πρωί με τα δύο σκυλιά μου.»

Για την πάροδο του χρόνου

 

«Προτιμώ να γιορτάζω κάθε φάση της ζωής μου και να είμαι παρούσα παρά να θρηνώ κάτι που έχει περάσει. Δε λέω ότι θα σταματήσω να γυμνάζομαι, γιατί δεν πρόκειται. Θέλω να είμαι μια υγιής, παραγωγική γυναίκα σε κάθε στάδιο της ζωής μου και να μην απολογούμαι σε κανέναν για αυτό.»

 

Για την εξαετή αποχή της από τα φώτα της δημοσιότητας

«Δεν ήμουν υγιής. Δε φρόντιζα τον εαυτό μου. Ήμουν το τελευταίο πράγμα στην λίστα προτεραιοτήτων μου. Ο ψυχοθεραπευτής μου αναγνώρισε πως περνούσα το 99% της ζωής μου ως δημόσια περσόνα και μόλις ένα μικροσκοπικό κομμάτι απέμενε για την αληθινή μου ζωή. Χρειαζόμουν να μην έχω συνεχώς κάτι να κάνω, να μην ξέρω προκαταβολικά τι θα κάνω τα επόμενα δυο χρόνια. Ήθελα να αφήσω χώρο για μερικά λάθη.»

Για τις νέες ηθοποιούς

 

«Μπορείς να διακρίνεις πόσο εύθραυστες είναι. Όταν δεν είσαι προσγειωμένη, πώς μπορείς να έχεις όρια; Δεν μπορείς να χαμογελάς για πάντα. Ή, μάλλον, μπορείς. Αλλά αυτό δεν είναι υγιές, ούτε ισορροπημένο. Θα κοιτάξεις κάποια στιγμή πίσω και θα αναρωτιέσαι τι συνέβη και πού είναι όλες οι σχέσεις τις οποίες δεν είχες την ευκαιρία να φροντίσεις.»

Για τις φήμες περί πλαστικών επεμβάσεων

 

«Η επίθεση των media ότι άλλαξα την εμφάνισή μου με πλαστικές γιατί δεν έβρισκα δουλειά, με πλήγωσε. Ποτέ δεν αντιλήφθηκα την ομορφιά και τον εαυτό μου με αυτό τον τρόπο. Μου αρέσει που δείχνω παράξενη, μία μίξη χαρακτηριστικών. Μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω αυτό που κάνω. Πήρα την πρώτη μου δουλειά με τζιν, καουμπόικες μπότες και τα μαλλιά μου σε κότσο. Δεν χρειάστηκε να αλλάξω το ποια ήμουν για να έχω δουλειά. Οπότε γιατί ξαφνικά να το έκανα;»

Για το πώς προσέγγισε τον ρόλο της στην ταινία «Τζούντι»

 

«Ο τρόπος μου ήταν η άρνηση. Νιώθω λες και δεν το κάναμε ποτέ στην πραγματικότητα. Συζητούσαμε συνέχεια για το τι μπορούμε να δοκιμάσουμε. Κάθε ημέρα. Απλά τολμούσα, πειραματιζόμουν, δοκίμαζα. Ας προσπαθήσω αυτό, ας δοκιμάσω το άλλο. Κι όταν άνοιγε η κάμερα ένιωθα σαν να ήμουν στον οδοντίατρο. Δεν μπορούσα πια να κάνω πίσω. Έπρεπε απλά να το κάνω.»

Για τον σεξισμό

 

«Δεν είναι μυστικό ότι ιστορικά η αξία της γυναίκας κρίνεται βάση της εμφάνισής της. Παρά το γεγονός ότι έχουμε εξελιχθεί ώστε να αναγνωρίζουμε τη σημασία της γυναικείας συνεισφοράς στην κοινωνία, τα διπλά στάνταρ που χρησιμοποιούνταν για να μειώσουν τη συμβολή μας παραμένουν και ενισχύονται μέσω της δήθεν ψυχαγωγίας. Το αποτέλεσμα αυτού του μηνύματος είναι προβληματικό για τις νεότερες γενιές και τα ευεπηρέαστα μυαλά και αναμφισβήτητα πυροδοτεί αμέτρητα επακόλουθα προβλήματα σχετικά με τις προκαταλήψεις, την ισότητα, την αυτοαποδοχή, το μπούλινγκ και την υγεία.»

Για τους γονείς της

 

«Η μητέρα μου ήρθε από τη Νορβηγία και ο πατέρας μου ήταν Ελβετός. Και οι δύο γονείς μου μετανάστευσαν στην Αμερική τη δεκαετία του ’60. Επειδή ήταν από άλλη χώρα, μου παρείχαν ένα παράθυρο στον έξω κόσμο.»