Για την ιστορία, η χειρόγραφη επιστολή της Βίκυς Μοσχολιού βρίσκεται σήμερα στα χέρια του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου
Η συνταρακτική επιστολή
«Αξιοσέβαστε θείε, ευλογείτε,
Έχω ακούσει από πολλούς Ιερείς για την αγιοσύνη που έχετε, και από την Μητέρα μου. Εγώ, η τόσο αμαρτωλή και ανάξια, αισθάνομαι πολύ τυχερή που σας έχω θείο και συγχρόνως λυπάμαι που ποτέ δεν σας γνώρισα.
Είστε ευλογημένος άνθρωπος, που από νέος ακολουθήσατε τον σωστό δρόμο του Θεού. Δυστυχώς, εμείς μπήκαμε στη βιοπάλη της ζωής και, όσο και να καταλαβαίνουμε τα λάθη μας, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.
Θείε μου, από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ευχαριστώ πάντα τον Κύριό μας και την Παναγιά για το θείο δώρο που μου χάρισαν (τη φωνή) να μπορέσω να βοηθήσω τους γονείς μου, τα αδέλφια μου και τον κόσμο. Όμως τώρα είμαι 52 ετών και παρακαλώ την Παναγία να με βοηθήσει να τακτοποιηθώ, να σταματήσω, μήπως και βάλω τη ζωή μου σε μια σειρά. Κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Ομως αυτό με κούρασε πολύ…»
«Έκλαψα πικρά»
«Βέβαια, ξομολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου. Βλέπετε, θείε μου, ότι ο άνθρωπος, όσο και να ξεφύγει, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές, κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ.
Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού, που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ. Ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ’ ακούσουν τις προσευχές μου, γιατί δεν θέλω να χαθεί η ψυχούλα μου.
Θείε μου, θέλω να σου πω πως έχω δύο κοριτσάκια, την Ουρανία και την Βαγγελία, είναι δύο καταπληκτικά παιδιά.
Τα έχω παντρέψει και τα δύο με πολύ καλά παιδιά. Η Ουρανία μου έκανε και ένα κοριτσάκι που είναι τώρα 3 μηνών.
Θείε μου, θα ήταν μεγάλη η ευλογία αν μπορούσα να σας δω, γιατί έχω πολλά να πω. Θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω. Και τότε να έρθει η θεία φώτιση.
Θείε μου, εσείς που είστε ένας άνθρωπος του Θεού προσευχηθείτε για μένα και για την οικογένειά μου, για τα παιδάκια μου και το εγγονάκι μου, να τακτοποιηθώ και να φύγω από αυτή τη δουλειά που μ’ έχει κουράσει.
Θα ήταν μεγάλη ευλογία αν κάτι προσωπικό σας αντικείμενο μου στέλνατε, θα το είχα σαν ιερό κειμήλιο από εσάς, κάτι που αγαπάτε πολύ.
Δεν θέλω να σας κουράσω πιο πολύ. Ο Θεός να σας έχει καλά πάντα.
Τις ευχές σας, η ταπεινή ανιψιά σας,
Βασιλική (η Βίκυ) Μοσχολιού.
ΥΓ.: Σας στέλνω αυτό το γράμμα με τον πάτερ Νικόδημο, ο οποίος ήρθε στο σπίτι μου με τη Μητέρα του και έφερε την ευλογία. Ο πάτερ Νικόδημος μού έδωσε δύο φωτογραφίες σας και χάρηκα πάρα πολύ που σας είδα.
Βλέπω ότι μοιάζετε πολύ με τη Γιαγιά μου τη Μαριάμ. Επίσης, μου έδωσε πολύ ωραίες χάρτινες εικονίτσες και ωραία βιβλία και μοσχοθυμίαμα. Ηταν Θεού δώρο να στείλετε τον πάτερ Νικόδημο, γιατί είναι σαν να είσαστε εσείς εδώ».
Ποιος ήταν ο καλόγερος από τον οποίο ζήτησε τη δύναμη της αγάπης του, για να γιατρέψει την πονεμένη καρδιά της
Για τη Βίκυ Μοσχολιού ο θείος της γερο-Ησύχιος περπατούσε στον αντίποδα της δικής της πορείας. Στην ώριμη πια ηλικία της η καλλιτέχνιδα μπόρεσε να εκτιμήσει το μέγεθος της τέχνης των τεχνών, στην οποία αφοσιώθηκε ο θείος της με συνέπεια.
Το γεγονός αυτό δεν ήταν δυνατό να διαφύγει από μια έξυπνη γυναίκα που μεγάλωσε και εξελίχθηκε στο παλκοσένικο. Ζητεί την προσευχή του και ένα κομμάτι φυλαχτό δικό του, κάτι που να το αγαπά πολύ. Στην πραγματικότητα, του ζητεί τη δύναμη της αγάπης του, για να γιατρευτεί. Να θεραπευτεί από την κόπωση του διαχωρισμού της καρδιάς της, την οποία καρδιά όφειλε στον Χριστό. Η Μοσχολιού ζητεί από τον μοναχό που έζησε απωθώντας τα περιττά να προσευχηθεί γι’ αυτήν.
Ποιος όμως ήταν ο μοναχός Ησύχιος; Ο γερο-Ησύχιος, κατά κόσμον Νικόλαος Λαμπίρης, γεννήθηκε στο χωριό Σαπρίκι της Μεσσηνίας το 1896. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο σχολείο του χωριού του, στο οποίο πήγε μόνο τέσσερις τάξεις. Κατόπιν ακολούθησε τον πατέρα του στις γεωργικές δουλειές του.
Ήρθε στη Θεσσαλονίκη μαζί με έναν φίλο του που είχε επισκεφθεί και άλλοτε το Άγιον Όρος. Εκεί τους συμβούλευσαν να πάνε στη Μονή Γρηγορίου, διότι είχε Αγιο γέροντα και ήταν από τα καλύτερα κοινόβια. Τότε πρώτη φορά ο Νικόλαος άκουγε για κοινόβιο και ζήτησε από τον φίλο του να μάθει σχετικώς. Όταν έμαθε τα περί κοινοβίου, αποφάσισε να γίνει κοινοβιάτης μοναχός. Ήταν άνθρωπος ολιγογράμματος αλλά φιλότιμος στη δουλειά και στα καλογερικά καθήκοντά του. Δεν άσκησε ιδιαίτερα διοικητικά καθήκοντα και γι’ αυτό πέρασε τη ζωή του στην αφάνεια. Καλλιέργησε όμως τα πνευματικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του γέροντα του, μακαριστού Καθηγουμένου Αθανασίου.
Στην εργασία ήταν πολύ φιλότιμος. Αγαπούσε υπερβολικά τους κήπους, τα φυτά και τα δέντρα. Ήταν κηπουρός έως τα 85 του χρόνια. Οταν λόγω γήρατος έπαυσε να εργάζεται, το ενδιαφέρον του γι’ αυτά ήταν αμείωτο. Μετά το 1981 στενοχωριόταν πολύ που δεν μπορούσε πια να εργάζεται. Αναζητούσε τρόπους να βοηθάει τους νεότερους πατέρες που εκοπίαζαν. Έλεγε ότι δεν ήθελε να τρώει δωρεάν το ψωμί. Άλλοτε μάζευε τις διακονιές του κρασιού στην τράπεζα. Κάποτε πήγαινε στο Κολλυβάδικο και βοηθούσε να σπάσουν τους ξηρούς καρπούς.