Τι κοινό έχουν τα τριαντάφυλλα, το τυρί φέτα και η βενζινόκολλα; Η χαρακτηριστική μυρωδιά τους, που ανάλογα την περίπτωση τονώνει την ψυχολογία, ανοίγει την όρεξη ή προκαλεί ζαλάδα. Αυτός είναι άλλωστε και ο ρόλος της όσφρησης – να μας βοηθά να ταυτοποιούμε αυτό που μυρίζουμε, να μας προειδοποιεί σε περίπτωση κινδύνου (π.χ. κατά την εκδήλωση πυρκαγιάς) και να συμβάλλει στις απολαύσεις.
Ομως, τι συμβαίνει όταν η όσφρηση κάποιου είναι… υπερδραστήρια, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται ακόμη και η ποιότητα της ζωής του; «Με τον όρο υπεροσμία περιγράφουμε την οξύτερη ή αυξημένη αίσθηση οσμής», σημειώνει ο ΩΡΛ της φημισμένης κλινικής «Cleveland» στις ΗΠΑ, Raj Sindwani, προσθέτοντας ότι οι ασθενείς μπορεί να βιώνουν την ασυνήθιστη αυτή διαταραχή της μυρωδιάς όλη την ώρα ή περιστασιακά.
Τι την προκαλεί
Η υπεροσμία είναι σχετικά σπάνια και οι γιατροί συνήθως δεν γνωρίζουν την αιτία.
Αλλωστε, υπάρχει μία ατελείωτη λίστα καταστάσεων που μπορούν να πυροδοτήσουν την… υπερδραστήρια όσφρηση όπως είναι για παράδειγμα:
– Εγκυμοσύνη
– Επιληψία
– Η νόσος του Addison (ανεπάρκεια ορισμένων ορμονών που παράγονται από τα επινεφρίδια και συγκεκριμένα τηςκορτιζόλης και τηςαλδοστερόλης)
– Ψυχιατρικές παθήσεις
– Η νόσος του Lyme (ασθένεια που προκαλείται από το βακτήριο Borrelia burgdorferi)
– Σκλήρυνση κατά πλάκας
«Στους παράγοντες που μπορούν επίσης να διαταράξουν την αίσθηση της όσφρησης, συμπεριλαμβάνεται η έκθεση σε τοξίνες, όπως είναι ο μόλυβδος και ο υδράργυρος. Οι πολύποδες, οι όγκοι και οι αλλεργίες μπορούν επίσης να επηρεάσουν την ένταση της μυρωδιάς. Στη λίστα με τα πιθανά αίτια πρέπει να προσθέσει κανείς τον διαβήτη και τις ανεπάρκειες σε διατροφικά στοιχεία», εξηγεί ο Dr. Sindwani.
Και παρότι η υπεροσμία δεν κληρονομείται από γενιά σε γενιά, ορισμένες ασθένειες που την πυροδοτούν είναι κληρονομικές. Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δίνει ο ειδικός είναι η κυστική ίνωση, μια νόσος που διατρέχει τις γενιές και μπορεί να επηρεάσει την όσφρηση.
Πάντως και δεδομένης της ιδιαιτερότητας της υπεροσμίας ο Dr. Sindwani συμβουλεύει εκείνους που διαπιστώνουν σημαντική αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τις οσμές και εφόσον το σύμπτωμα επιμένει, να συμβουλευτούν τον γιατρό τους.
Διάγνωση και αντιμετώπιση
Το ιστορικό της υγείας του ασθενούς και η κλινική εξέταση είναι το πρώτο βήμα για τη διάγνωση. Η ρινική ενδοσκόπηση είναι εντούτοις, σύμφωνα με τον ειδικό, απαραίτητο διαγνωστικό «εργαλείο» ώστε να διαπιστωθεί εάν για την αλλαγή στην όσφρηση ευθύνονται οι πολύποδες, η ανάπτυξη ενός όγκου ή ενδεχομένως μια λοίμωξη.
«Με την ενδοσκόπηση μπορούμε να δούμε τους υποδοχείς της όσφρησης στη ρινική κοιλότητα με τη βοήθεια κάμερας», εξηγεί o ειδικός της κλινικής Cleveland. Εάν δεν διαπιστωθεί παθολογικό αίτιο, τότε ένα ειδικό τεστ μυρωδιάς θα οδηγήσει τον γιατρό στην διάγνωση της υπεροσμίας.
Αξίζει, πάντως, να σημειωθεί ότι η αίσθηση της οσμής και της γεύσης είναι στενά συνδεδεμένες, γι’ αυτό και μπορεί οι ασθενείς να μπερδεύουν μια ενδεχόμενη διαταραχή της γεύσης με διαταραχή της οσμής ενώ υπάρχει η πιθανότητα να συνυπάρχουν τα δύο προβλήματα.
Στο ερώτημα πώς μπορεί να… σβήσει κανείς τις έντονες μυρωδιές από την καθημερινότητά του, η απάντηση εξαρτάται από τη διάγνωση.
«Για παράδειγμα οι ημικρανίες πρέπει να αντιμετωπίζονται από τον παθολόγο ή τον νευρολόγο, όπως και η επιληψία, η σκλήρυνση κατά πλάκας, το Αλτσχάιμερ ή το Πάρκινσον» σημειώνει ο Dr. Sindwani. Και προσθέτει ότι σε κάθε περίπτωση ο γιατρός μπορεί να προτείνει κάποιες συμπληρωματικές θεραπείες με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής του ασθενούς.
Οι πλύσεις της ρινικής κοιλότητας με αλατούχα διαλύματα έχει διαπιστωθεί ότι βοηθούν στην ύφεση της διαταραχής. Επιπλέον, τα φάρμακα κατά της ναυτίας και του εμέτου – συμπτώματα που συχνά πυροδοτούν οι έντονες μυρωδιές – επίσης προτείνονται συχνά από τον γιατρό. Στη λίστα με τις πρακτικές λύσεις συμπεριλαμβάνονται επίσης οι τσίχλες και οι καραμέλες που… αποπροσανατολίζουν την όσφρηση εκείνων που τις γεύονται, ενώ οι μάσκες στη μύτη είναι ένα επιπλέον «εργαλείο» για εκείνους που επιθυμούν να μπλοκάρουν τις έντονες μυρωδιές.