Η κυρία Λ.Κ., νομικός, 38 ετών, έκανε στην αρχή του καλοκαιριού κάποιες εξετάσεις αίματος ρουτίνας, οι οποίες βγήκαν αρκετά περίεργες και ο οικογενειακός γιατρός τής σύστησε να δει έναν ειδικό, έναν αιματολόγο. Της πρότειναν τον καλύτερο: Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο και διευθυντή σε δημόσιο νοσοκομείο. Βρισκόταν πρώτη φορά σε νοσοκομείο, στο χέρι ο φάκελος με τις περίεργες εξετάσεις, στο σπίτι η μικρή της κόρη με τους παππούδες της, η κυρία Λ.Κ. ένιωθε πολύ άγχος. Ο γιατρός κοίταξε διεξοδικά τις εξετάσεις, τις έκανε διάφορες ερωτήσεις, την εξέτασε. «Πρέπει να κάνεις κι άλλες εξετάσεις!» αποφάνθηκε. «Να τις κάνω τον Σεπτέμβριο που θα γυρίσουμε από το νησί; Από τις διακοπές;» ρώτησε η κυρία της ιστορίας μας. «Θες να πας και διακοπές; Μα εσύ πεθαίνεις» απάντησε ο καθηγητής. Η κυρία Λ.Κ. πρώτα σοκαρίστηκε, μετά άλλαξε γιατρό και μετά από 30 χρόνια είναι εδώ ακόμα, υγιής και μας διηγείται την ιστορία της. «Καταλαβαίνω ότι μπορεί να ήταν ένας πολύ καλός γιατρός. Ισως και ο καλύτερος στο είδος του, αλλά δεν ταιριάζουν όλοι οι γιατροί σε όλους τους ασθενείς». Αυτά είναι περίπου τα λόγια της και έχει μεγάλο δίκιο. Το να διαλέξουμε γιατρό δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, όπως είναι η επιστημονική του κατάρτιση αλλά και πρακτικά θέματα όπως το ποια είναι η αμοιβή του ή πόσο μακριά είναι από το σπίτι μας το ιατρείο του. Το σημαντικότερο ίσως όμως είναι να εξετάσουμε – ειδικά όταν πρόκειται για έναν γιατρό που θα βλέπουμε συχνά – το πόσο μπορούμε να συνεννοηθούμε και το κατά πόσο ταιριάζουμε μεταξύ μας. Αλλωστε θα του εμπιστευτούμε την υγεία μας. Ο,τι πολυτιμότερο έχουμε.
Τα πρακτικά ζητήματα
Ο γιατρός είναι σκόπιμο να:
Βρίσκεται κοντά στο σπίτι μας. Φυσικά αν πρόκειται για έναν γιατρό που γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι θα δούμε μία ή το πολύ δύο φορές η απόσταση πιθανώς δεν έχει σημασία. Συνήθως όμως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε από πριν πόσο συχνά θα χρειάζεται να βλέπουμε τον γιατρό, οπότε όσο πιο κοντά μας τόσο μικρότερη η ταλαιπωρία μας.
«Κάνει ιατρείο». Να έχει ώρες και ημέρες επισκέψεων δηλαδή, που μας βολεύουν σε σχέση με τη δουλειά και τις άλλες υποχρεώσεις μας.
Εχει την ειδικότητα που απαιτεί το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Δεν είναι καθόλου απίθανο μερικές φορές να δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε ποιας ειδικότητας γιατρό θα πρέπει να δούμε. Σε τέτοια περίπτωση μπορούμε να απευθυνθούμε στον παθολόγο μας ή στον οικογενειακό μας γιατρό, που είναι οι πλέον ειδικοί ώστε να μας καθοδηγήσουν σχετικά.
Μην είναι υπερβολικά πολυάσχολος με αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε πολύ να κλείσουμε ραντεβού ή να νιώθουμε ότι δεν μας αφιερώνει αρκετό χρόνο σε κάθε επίσκεψη.
Συνεργάζεται με κάποιο νοσοκομείο που μας εμπνέει εμπιστοσύνη και μπορεί να καλύψει το Ταμείο μας.
Παραμένει σταθερός ώστε να γνωρίζει την περίπτωσή μας. Είναι λάθος να αλλάζουμε συχνά γιατρούς, ψάχνοντας συχνά να ακούσουμε αυτό που θέλουμε ή μας βολεύει. Αν βέβαια κάτι δεν έχει πάει καλά με τον γιατρό μας είναι αναφαίρετο δικαίωμά μας να βρούμε κάποιον άλλον.
Η προσωπικότητά του
Ο γιατρός μας, κυρίως όταν είναι ένας ειδικός που βλέπουμε συχνά (π.χ. παθολόγος, γενικός γιατρός, γυναικολόγος, παιδίατρος κ.ά.) είναι σκόπιμο να φροντίζουμε να είναι ένας άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούμε να επικοινωνούμε, να συζητούμε, να συνεννοούμαστε, να είναι υπεύθυνος, να ρωτάμε ό,τι δεν καταλαβαίνουμε, να θέτουμε σε συζήτηση ό,τι μας απασχολεί, να μην τον ντρεπόμαστε, να μπορούμε να του λέμε τα πάντα (χωρίς να πέφτουμε στην παγίδα να τον θεωρούμε φίλο μας), να είναι διαθέσιμος όταν τον χρειαζόμαστε (χωρίς υπερβολές), να μας εξηγεί κατανοητά και να μας λέει όλη την αλήθεια σε σχέση με το πρόβλημα υγείας μας και με τη θεραπεία που θα πρέπει να ακολουθήσουμε.
Ας μην πέσουμε στην παγίδα…
Υπάρχουν κάποιες αντιλήψεις για τους γιατρούς οι οποίες είναι γενικευμένες και έτσι μπορεί να μην ισχύουν. Για παράδειγμα, συχνά θεωρούμε ότι ο καλός γιατρός:
Πρέπει να μας γράφει φάρμακα. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις των ανθρώπων που όταν φεύγουν από τον γιατρό τους χωρίς κάποια συνταγή στα χέρια τους είναι απογοητευμένοι. Αλλοι πιέζουν τον γιατρό να τους συνταγογραφήσει ό,τι οι ίδιοι θεωρούν/πιστεύουν/έχουν ακούσει ότι θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Κι αυτό όμως είναι ένα μεγάλο λάθος. Ο καλός γιατρός πρέπει να μένει σταθερός στα όσα θεωρεί και πιστεύει και να μην υποκύπτει σε πιέσεις από την πλευρά του ασθενούς.
Είναι και ακριβός. Αυτό ισχύει ως έναν βαθμό καθώς όταν ένας γιατρός, όπως και κάθε επαγγελματίας, έχει υψηλή θέση, περισσότερα τυπικά προσόντα ή είναι μεγαλύτερος σε ηλικία, θεωρείται πιο έμπειρος και ειδικός και είναι εύλογο ότι θα έχει υψηλότερη αμοιβή. Ομως το αντίστροφο δεν είναι επίσης απαραίτητο, δηλαδή όποιος αμείβεται πολύ δεν σημαίνει ότι είναι καλός επιστήμονας.
Εχει πάρα πολλή πελατεία. Ισως ισχύει ως έναν βαθμό αλλά δεν είναι απαραίτητα και σωστό. Ο ίδιος ο ασθενής είναι αυτός που καλείται να επιλέξει τον γιατρό που προτιμά.
Πρέπει να τα ξέρει όλα. Είναι λογικό να νιώσουμε ανασφάλεια αν ο γιατρός μας μάς πει ότι δεν είναι βέβαιος για κάτι ή ότι μας συστήνει να δούμε και κάποιον άλλον ειδικό. Αλλά δεν θα έπρεπε. Ενας γιατρός δεν είναι αναμενόμενο να τα γνωρίζει όλα. Σημασία έχει να ενημερώνεται τακτικά όσο περισσότερο γίνεται (π.χ. πηγαίνοντας σε συνέδρια, εκπαιδεύσεις κ.λπ.) και επίσης – όταν για κάτι δεν είναι βέβαιος – να αναγνωρίζει την πιθανή αδυναμία του.
Να πάρω δεύτερη γνώμη
Πρόκειται για ένα περίπλοκο και λεπτό ζήτημα. Αν όμως αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που πιθανώς βάζει σε κίνδυνο ακόμη και τη ζωή μας, είναι σκόπιμο να ζητήσουμε και μια δεύτερη γνώμη. Προσοχή, δεν πρέπει να πηγαίνουμε σε όλους τους γιατρούς που υπάρχουν αναζητώντας αυτόν που θα μας πει εκείνο που θέλουμε να ακούσουμε.