Οι διαβητικές γυναίκες είναι τέσσερις φορές πιο πιθανό να γεννήσουν θνησιγενή βρέφη συγκριτικά με τις υγιείς, σύμφωνα με νέα έρευνα την οποία επικαλείται το BBC.
Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης εξέτασαν τα αρχεία περίπου 4.000 διαβητικών μαμάδων από τη Σκωτία και βρήκαν ότι τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα σε εγκύους με διαβήτη ήταν ένας «παράγοντας κινδύνου» για θνησιγένεια.
Ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ) των διαβητικών γυναικών είναι επίσης ένας κρίσιμος παράγοντας, σύμφωνα με τη μελέτη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν επίσης ότι το 1/3 των περιστατικών θνησιγένειας στις διαβητικές γυναίκες συνέβη σε εγκυμοσύνες που είχαν συμπληρώσει τους 9 μήνες.
Η μελέτη
Η μελέτη που πραγματοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης εξέτασε 5.392 μωρά που γεννήθηκαν από 3.847 μητέρες με διαβήτη στη Σκωτία από τον Απρίλιο του 1998 έως τον Ιούνιο του 2016.
Οι μητέρες με διαβήτη τύπου 1 είχαν περισσότερες από τρεις φορές μεγαλύτερες πιθανότητες να γεννήσουν ένα θνησιγενές βρέφος, ενώ οι γυναίκες με τύπο 2 ήταν τουλάχιστον τέσσερις φορές πιθανότερο.
Τα ποσοστά θνησιμότητας ήταν 16,1 ανά 1.000 γεννήσεις στις γυναίκες με διαβήτη τύπου 1 και 22,9 ανά 1.000 γεννήσεις στον διαβήτη τύπου 2, σε σύγκριση με 4,9 ανά 1.000 γεννήσεις στον γενικό πληθυσμό.
Η δρ Sharon Mackin, η οποία πραγματοποίησε τη μελέτη, δήλωσε: “Είναι ζωτικής σημασίας να βρούμε, ως επαγγελματίες του τομέα της υγείας, καλύτερους τρόπους για να υποστηρίξουμε τις γυναίκες σε γόνιμη ηλικία, προκειμένου να βελτιώσουν το βάρος και το σάκχαρο του αίματος, έτσι ώστε κατά την εγκυμοσύνη να είναι καλύτερα προετοιμασμένες και να μειωθεί ο κίνδυνος επιπλοκών. Οι γυναίκες με διαβήτη πρέπει να έρχονται σε επαφή με τον διαβητολόγο τους αμέσως μόλις μάθουν για την εγκυμοσύνη τους, ώστε να λάβουν εγκαίρως την απαραίτητη υποστήριξη.”
Η δρ. Έμιλι Μπερν, επικεφαλής του φιλανθρωπικού οργανισμού «Diabetes» στη Βρετανία, δήλωσε: “Οι περισσότερες γυναίκες με διαβήτη έχουν μια υγιή εγκυμοσύνη και υγιή μωρά, αλλά αυτή η έρευνα ενισχύει τη σημασία της υποστήριξης των γυναικών αυτών για τη διαχείριση των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα τους εάν σχεδιάζουν μια εγκυμοσύνη, έτσι ώστε να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τον κίνδυνο επιπλοκών. Υποδεικνύει επίσης ότι η απώλεια βάρους, για τις γυναίκες με διαβήτη τύπου 2 που είναι υπέρβαρες, θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση αυτού του κινδύνου επίσης. Χρειάζεται περαιτέρω έρευνα για να βρούμε καλύτερους τρόπους προκειμένου να προβλέψουμε ποιες κινδυνεύουν περισσότερο από επιπλοκές κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και να εξασφαλίσουμε ότι παρέχεται υποστήριξη σε εκείνες που το χρειάζονται”.