Στο πλαίσιο της μελέτης διαπιστώθηκε ότι η έκθεση σε ρύπους καυσαερίων και εκπομπών από τα εργοστάσια, αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας..
Η έρευνα διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο Leicester υπό την καθοδήγηση της καθηγήτριας Anna Hansell.
Οι ερευνητές, προκειμένου να διαπιστώσουν τις επιδράσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην πνευμονική λειτουργία, εξέτασαν περισσότερους από 300.000 ανθρώπους, παίρνοντας στοιχεία από την UK Biobank.
Χρησιμοποίησαν, συγκεκριμένα, ένα επικυρωμένο μοντέλο για την εκτίμηση της ποσότητας της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην οποία εκτέθηκαν οι συμμετέχοντες μεταξύ 2006 – 2010.
Οι συμμετέχοντες, ηλικίας 40 – 69 ετών, απάντησαν επίσης σε ερωτηματολόγια αναφορικά με την κατάσταση της υγείας τους, ενώ μετρήθηκε και η λειτουργία των πνευμόνων τους, μέσω της σπιρομέτρησης.
Τα ευρήματα έδειξαν ότι για κάθε ετήσια μέση αύξηση των 5 μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο στον αέρα, η μείωση της πνευμονικής λειτουργίας είναι παρόμοια με τη γήρανση κατά δύο έτη.
«Η ατμοσφαιρική ρύπανση με μία μέση αύξησή της επηρεάζει τη λειτουργία των πνευμόνων αρνητικά και μάλιστα τη μειώνει, γεγονός που ισοδυναμεί με δύο έτη γήρανσης», τόνισε η επικεφαλής της μελέτης.
«Παράλληλα, ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου ήταν τριπλάσιος στους συμμετέχοντες με χαμηλότερο εισόδημα συγκριτικά με εκείνους με υψηλότερο, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στις ανθυγιεινές συνθήκες ζωής και την κακή διατροφή», εξηγεί.
Με την ατμοσφαιρική ρύπανση να συνδέεται με ποικίλα νοσήματα, όπως οι καρδιακές προσβολές ή το άσθμα, οι ερευνητές διεξάγουν περαιτέρω μελέτες για να διερευνήσουν αν και πώς τα γονίδιά μας αλληλεπιδρούν με την ατμοσφαιρική ρύπανση, επηρεάζοντας την υγεία μας.