Οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες που χάνουν βάρος μειώνουν τον κίνδυνο εκδήλωσης διηθητικού καρκίνου του μαστού, συγκριτικά με εκείνες που διατηρούν ή παίρνουν κιλά, σύμφωνα με προδημοσίευση μελέτη στο επιστημονικό έντυπο Cancer.
Αν και η παχυσαρκία έχει ήδη σχετιστεί άμεσα με τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού, οι μελέτες που εξετάζουν τη σχέση απώλειας βάρους και μειωμένου κινδύνου στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες προς το παρόν καταλήγουν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα.
Έτσι ο Δρ Ροουαν Τσλεμποφσκι από το Εθνικό Ιατρικό Κέντρο της «Πόλης της Ελπίδας» στο Ντουάρτε της Καλιφόρνια και οι συνεργάτες του ανέλυσαν στοιχεία που αφορούσαν 61.335 γυναίκες που είχαν λάβει μέρος στη μελέτη World Health Initiative Observational Study, χωρίς ιστορικό καρκίνου του μαστού και με φυσιολογικά αποτελέσματα στον μαστογραφικό έλεγχο.
Στην αρχή της μελέτης και έπειτα από τρία χρόνια οι γυναίκες είχαν υποβληθεί σε μέτρηση βάρους, ύψους και δείκτη μάζας σώματος.
Κατά τη διάρκεια των 11,4 ετών της ιατρικής παρακολούθησής τους, καταγράφηκαν 3.061 νέες περιπτώσεις διηθητικού καρκίνου του μαστού. Οι γυναίκες με απώλεια βάρους περίπου 5% είχαν 12% χαμηλότερο κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού, συγκριτικά με όσες είχαν διατηρήσει σταθερά τα κιλά τους. Εκείνες που είχαν αυξήσει κατά 5% περίπου το βάρος τους δεν φάνηκε να έχουν κάποιο κίνδυνο νόσησης συνολικά αλλά είχαν 54% μεγαλύτερη συχνότητα του τριπλά αρνητικού καρκίνου του μαστού.
«Η μελέτη μας δείχνει ότι η μέτρια και σχετικά μεσοπρόθεσμη μείωση του βάρους σχετίζεται με στατιστικά σημαντική μείωση του κινδύνου καρκίνου του μαστού στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Και μπορεί η μελέτη να είναι έρευνα παρατήρησης, αλλά ενισχύεται από στοιχεία κλινικών τυχαιοποιημένων μελετών, όπου φαίνεται ότι ένα διατροφικό πλάνο με λίγα λιπαρά σχετίζεται στο ίδιο εύρος με την απώλεια κιλών ως προς τη βελτίωση της επιβίωσης από καρκίνο του μαστού», σχολιάζει ο Δρ Τσλεμποφσκι.