Πολλαπλασιάζονται οι εταιρείες καλλυντικών που με όχημα ποικίλες εφαρμογές και υψηλής τεχνολογίας μηχανήματα μας προσφέρουν μια ολοκληρωμένη πρόταση για την καθημερινή μας περιποίηση που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα μας. «Ακόμα και το πιο απλό πράγμα, όπως π.χ. η παραγγελία ενός καφέ, μπορεί να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις – με γάλα ή χωρίς, με ζάχαρη ή στέβια, με γάλα σόγιας, με σκόνη κανέλας ή σοκολάτας κ.λπ. Φανταστείτε πόσο πιο περίπλοκη μπορεί να γίνει η επιλογή των κατάλληλων καλλυντικών και το χτίσιμο της καθημερινής περιποίησης του καθενός» αναφέρει ο δρ Olivier Courtin. Παρεμπιπτόντως, ο δρ Courtin, o oποίος έχει γράψει το βιβλίο «The Courtin Concept: Six Keys to Great Skin At Any Age» («Η ιδέα του Courtin: Εξι μυστικά για υπέροχο δέρμα σε οποιαδήποτε ηλικία»), είναι ένας από τους γιους των ιδρυτών της γαλλικής εταιρείας καλλυντικών Clarins, άρα είναι εξοικειωμένος με την έννοια καλλυντική φροντίδα. Ισως γι’ αυτό θέλει να την πάει ένα βήμα παραπέρα. Ετσι δημιούργησε τη σειρά My Blend («Ο δικός μου συνδυασμός»), μια σειρά από ενυδατικές λοσιόν, κρέμες νύχτας, boosters, καθαριστικών κ.ά., που προσφέρουν πάνω από 500 πιθανούς συνδυασμούς μεταξύ τους, ανάλογα με τις ανάγκες κάθε επιδερμίδας, σε κάθε ηλικία και τον βαθμό στρες που υφίσταται. Οι αυξανόμενες απαιτήσεις κάθε επιδερμίδας καθώς ωριμάζει είναι διαφορετικές και ποικίλες, γι’ αυτό χρειάζονται εξατομίκευση, λέει ο δρ Courtin. Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, ένας άλλος διάσημος δερματολόγος, ο δρ Howard Murad, προτείνει μέσω του site www.murad.com να απαντήσουμε εμείς σε ένα κουίζ 5 ερωτήσεων που αφορούν τον τύπο της επιδερμίδας μας, τον τρόπο ζωής και τι μας απασχολεί στην όψη μας, προκειμένου να μας προτείνει τον προσωπικό μας συνδυασμό καλλυντικών και περιποίησης.
Η εξατομίκευση της περιποίησης και τα γονίδια
Τα καλλυντικά που ταιριάζουν με το DNA μας είναι από τα πιο ενδιαφέροντα επιστημονικά θέματα των τελευταίων χρόνων. Το 2014, ο Κρις Τουμάζου, ένας ελληνοκύπριος επιστήμονας που ζει στη Μ. Βρετανία, εφηύρε ένα μικροτσίπ το οποίο αναλύει το DNA μας σε μόλις 30΄, κάτι μάλιστα που του χάρισε το βραβείο του καλύτερου ευρωπαίου εφευρέτη της χρονιάς. Ουσιαστικά η συγκεκριμένη μέθοδος μετράει τον ατομικό ρυθμό γήρανσης του καθενός, αφενός από την ταχύτητα διάσπασης του κολλαγόνου, αφετέρου από τον βαθμό απορρόφησης αντιοξειδωτικών ουσιών από τον οργανισμό. Με γνώμονα τα πορίσματα του τεστ καθορίζεται η αντίστοιχη παρασκευή ενός ορού ή μιας κρέμας.Ωστόσο, η διεξαγωγή ενός DNA τεστ και η γνωμάτευση για την αντίστοιχη καλλυντική φροντίδα σίγουρα δεν είναι μία ανέξοδη υπόθεση, όπως π.χ. ένα app. Και επιπλέον δεν ξέρουμε ακόμη πόσο αποτελεσματική είναι. Η επιστημονική κοινότητα είναι διχασμένη. Κάποιοι ειδικοί ισχυρίζονται ότι δεν είναι αποτελεσματική, ενώ άλλοι θεωρούν ότι αν δεν λάβεις υπ’ όψιν τo DNA σου, δε θα έχεις το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα από την καθημερινή περιποίηση.
Hi-tech περιποίηση
Ερωτηματολόγια και quiz που βρίσκουμε σε διάφορα sites είναι ένας τρόπος για να ανακαλύψουμε τα σωστά για εμάς καλλυντικά. Τι γίνεται όμως αν η κρίση μας είναι λάθος; Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η περιποίησή μας ενδεχομένως να μην είναι πάντα η σωστή, εφόσον η συμπεριφορά της επιδερμίδας και των μαλλιών ενίοτε αλλάζει, ανάλογα με την εποχή του χρόνου, τις διατροφικές μας συνήθειες και ψυχολογικούς παράγοντες. Ετσι, πολλές μάρκες ήδη έχουν λανσάρει apps (εφαρμογές) ώστε να βοηθούν τους χρήστες να καταλαβαίνουν την κατάσταση του δέρματος και των μαλλιών τους. Τα apps με τη βοήθεια της τεχνολογίας σκανάρουν το πρόσωπο, τα μαλλιά και το σώμα και μας παρουσιάζουν την εικόνα τους, σε ποια κατάσταση βρίσκονται και τέλος προτείνουν την εξατομίκευση της περιποίησης τους, δηλαδή τα κατάλληλα καλλυντικά της εταιρείας που αντιπροσωπεύουν. Για παράδειγμα, μας προτείνουν το κατάλληλο χρώμα μαλλιών, το σωστό μέικ απ, την ιδανική ενυδατική/αντιγηραντική φροντίδα, το σωστό χρώμα κόκκινου κραγιόν κ.ά., και όλα αυτά χωρίς να ρισκάρουμε εμείς μια λανθασμένη απάντηση. Επίσης, πολλές εταιρείες έχουν εγκαταστήσει σε κεντρικά καταστήματα καλλυντικών ή σε ινστιτούτα σκάνερ, μηχανήματα που ανιχνεύουν και εντοπίζουν τις φθορές στις βαθύτερες στιβάδες της επιδερμίδας, οι οποίες πρόκειται να γίνουν φανερές μετά από κάποια χρόνια.